Η παθητικότητα λοιπόν, ακόμη και η πιο δραστήρια, πυρετώδης, δεν αποτελεί ποίηση, διότι μορφοποιώντας την αρχή της προδικάζει το τέλος της. Κάθε ποιητική παθητικότητα θέτει απαραιτήτως την αφετηρία της, ένεκα που οδηγείται -όπως το έχω θίξει παλαιότερα-, από επιθυμία αναδεικτικού αυτοπροσδιορισμού∙ συνεπώς προδιαγράφει το τέλος της, σε αντίθεση με την ποίηση η οποία ούτε ξεκινά ούτε τελειώνει, μα, δημιουργείται μέσω ενός κυλιόμενου ντεμπούτου από εκείνους που στασιάζουν στον χρόνο, τους ποιητές. Οι ποιητές διέπονται από την απουσία αρχής και τέλους της ποίησης, καθίστανται ποιητές διότι η δική τους αρχή και το δικό τους τέλος, η δική τους γέννηση και ο δικός τους θάνατος δηλαδή, είναι τα εργαλεία δημιουργίας της ποίησης, όχι οι εκάστοτε θεμελιώδεις προδιαγραφές της ποιητικής που ορίζονται από κάθε λογής εφήμερες διάνοιες.
Η αίσθηση αυτονομίας που προσφέρει μια κατανόηση, επί αντανακλώμενου ή επί αντανάκλασης, μοιάζει σαρωτική όταν σπεύδει κανείς να γράψει, αδιαφορώντας για το τι και υπό ποιες συνθήκες έχει κατανοήσει. Όταν κανείς δημιουργεί, δηλαδή είναι ποιητής, δηλαδή δεν γράφει αλλά γράφοντας δημιουργεί, δεν αναλογεί σε κάποια αντανακλαστικότητα ούτε στην ερμηνεία της. Το ποίημα δεν αντιπροσωπεύει μια τελειωμένη ή υπό όρους αναλυόμενη ταυτότητα, καθώς και οτιδήποτε μέσω αυτών αναπαρίσταται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκδηλώνεται. Τα στάδια διεκδίκησης ή άρνησης, περιορισμού ή ενίσχυσης της ταυτότητας, -στην πραγματικότητα του κοσμοειδώλου που ενσαρκώνει εκείνος που ενεργεί στις εκτάσεις αυτών των σταδίων-, είναι στάδια στα οποία επιφέρουν όλες οι επιρροές εκτός από μία, εκείνη της ποίησης. Εκεί, δηλαδή σε αυτά τα στάδια, οι μορφές και τα υλικά σταθεροποιούνται από τις προτεραιότητες που θέτει η ενδιαμεσότητα, και ποια ενδιαμεσότητα μάλιστα, εκείνη της οποίας η ολοκλήρωση επιβεβαιώνεται απαρέγκλιτα από τον εγκωμιασμό της επιστροφής στο πρώτο βήμα, στη μικρή ελευθερία μιας διαμεσολάβησης: η ύπαρξη και η διάνοια παραμένουν ανεπηρέαστες, η υπέρβασή τους δεν είναι επιθυμητή, διότι μετά την υπέρβαση θα αρχίσει να εμφανίζεται η ποίηση – το πρόβλημα που ουδείς από τους λάτρεις της ενδιαμεσότητας επιθυμεί να επιδιώξει, διότι σε μια τέτοια επιδίωξη καταστρέφεται τόσο ο ίδιος όσο και η προετοιμασία που έχει αναπτύξει μέσω κάποιας ποιητικής. Παύουν να υφίστανται δύο σημεία αναφοράς, δύο πλευρές ή δύο κατηγορίες. Όπως όταν κάποιος αλλάζει πράγματι, δεν μοιάζει σε κανέναν άλλον, όταν είναι, δεν είναι σαν άλλον, όταν δεν είναι, είναι κενό.
Ένας αντανακλαστικός δυναμισμός δεν μπορεί εξάλλου να δεσμευτεί να υποστεί, να αναλάβει είτε να επινοήσει, με μη δημοσιεύσημο τρόπο. Ο άνθρωπος, σ’ αυτή την περίπτωση είναι υποχείριο της δημοσίευσης. Αυτός ο δυναμισμός δεν γνωρίζει τι πάει να πει ποίηση διότι είναι προσηλωμένος στην πληρότητα της στάσης, της σχέσης, που προδικάζει, που προετοιμάζει η αντανάκλαση του διπλασιασμού της αναπαράστασης, της ακίνδυνης και ανώδυνης απόφασης να αποτελέσει κοινωνική εμφάνιση, επικοινωνιακό προβληματισμό υπό τον όρο να μη θίγεται το εκπληρωμένο ως ανεκπλήρωτο, το γινωμένο ως αγίνωτο, το εσωτερικό ως εξωτερικό. Το κείμενο, που ονομάζεται ατυχώς ποίημα, προσκολλημένο σθεναρά στις συνθήκες που συντηρούν ή προϋποθέτουν την παθητικότητα μιας πανίσχυρης σύμπτωσης, η οποία είναι ψυχολογική σε ένα πρώτο επίπεδο και κατόπιν σημασιολογική, ειδικά ως σύμπτωση/σύγκλιση, περιορίζεται στον εαυτό του καθώς έξω ή μακριά απ’ αυτό ο αντανακλώμενος αυτός δυναμισμός δεν έχει λόγο και νόημα ύπαρξης, ποίησης, καθότι οι δυνάμεις που τον εξυψώνουν είναι τα δεσμά που δεν επιτρέπουν τον διαχωρισμό του, την πρόκληση διαφοράς, από το κοσμοείδωλο του συντάκτη του. Στην ποίηση, στο ποίημα, για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται, το αντανακλώμενο διαφέρει άρδην απ’ το αντανακλών∙ εκτός από την περίπτωση όπου το ποίημα είναι εξαίρετο, τότε έχουν απορριφθεί και τα δυο.
Παρίσι 28 Νοεμβρίου
2019.