Ο μοντερνισμός υπήρξε ουσιωδώς νεωτερισμός εφόσον επέφερε ρήξη με τα δεδομένα μα και με τα επεξεργάσιμα υλικά της λογοτεχνίας, κατά τις δύο πρώτες, κυρίως, δεκαετίες του εικοστού αιώνα∙ παρατείνοντας όμως τη διάρκεια της ρήξης του και στις δύο επόμενες δεκαετίες, υπό διαφορετικές συνθήκες και αποβλέψεις.
Τι σημαίνει όμως ρήξη, τι είναι πράγματι ρήξη∙ ποιο είναι, τελικώς, το εύρος μιας ρήξης και ποια είναι η συγκριτική της αξίωση;
Εάν δεχθούμε πως στον τομέα της ποίησης ο μοντερνισμός εκδηλώθηκε, ως επί το πλείστον, μέσω του Πάουντ και του Έλιοτ, οφείλουμε υποχρεωτικά να δεχθούμε πως η μοντερνιστική ρήξη υπήρξε αγοραία.
Ας εξηγήσω για ποιον λόγο υποστηρίζω κάτι τέτοιο: η ρήξη εάν δεν είναι ολική, ως προς το περιεχόμενό της και όχι ως προς το αίτημα και το ύφος της, δεν αποτελεί ρήξη, αποτελεί, επί ενός συνεχούς, διάκριση∙ ο μοντερνισμός όμως, τουλάχιστον όσο αφορούσε την ποίηση, υπήρξε ρηγματογόνος επειδή απέδειξε και όρισε το ρήγμα που αυτομάτως από τις επιλογές του δημιουργήθηκε. Το μοντερνιστικό ρήγμα, δηλαδή, δεν αποτέλεσε συντονισμένη στόχευση μα προκύπτον μεταστροφής, και το εύρος αυτού του ρήγματος, αυτής της ρήξης, υπήρξε απρόοπτα συνολικό, συνέβη δηλαδή επί της σφαιρικότητας των συνθηκών και των πραγμάτων και όχι σε κάποιες ακμές, εσωτερικές ή εξωτερικές γωνίες, αυτού που αποκαλούμε καθολική πραγματικότητα.
Το μοντερνιστικό ποίημα, εννοώ, υπήρξε πράγματι μοντερνιστικό σε κάθε μήκος και πλάτος της οικουμένης – αυτή η ιδιότητα ήταν που το κατέστησε μοντερνιστικό. Αυτό σημαίνει πως το μοντερνιστικό ποίημα που γράφθηκε, λόγου χάρη, στην Ευρώπη, ήταν τέτοιο ακόμη και αν διαβαζόταν, την ίδια εποχή, στην Ασία, στην Αφρική, ή στην Αμερική, γιατί το ποίημα που θεωρήθηκε μοντερνιστικό στην Ευρώπη μα στην Ασία αυθωρεί μη μοντερνιστικό -επειδή σε αυτό αναγνωρίζονταν το ύφος, το ήθος και η περιεχομενική σχετικότητα προϋπαρχόντων ποιημάτων που θεωρούνταν κλασικά- τότε εντοπίζουμε ένα θεμελιακό πρόβλημα.
Σε αυτό το παράδειγμα εντάσσω το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του Πάουντ και του Έλιοτ, όπου, αντιστοίχως, διακρίνονται δεδομένα της κλασικής κινεζικής ποίησης (κυρίως της περιόδου μεταξύ των δυναστειών Τανγκ και Μινγκ), φιλοσοφίας (κομφουκιανισμός και ταοϊσμός) και δεδομένα της ινδικής παράδοσης (Βουδιστική φιλοσοφία, Βεδάντα, Ουπανισάδες).
Τα όσα, λοιπόν, θεωρήθηκαν μείζονα στην ποίηση και των δυο, στην Ανατολή δεν αποτελούσαν παρά μεταγραφές και μιμήσεις γνωστών και καθιερωμένων κειμένων της κινεζικής και της ινδικής κουλτούρας. Εδώ θα υπογραμμίσω ότι δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς πως ένα διαπολιτισμικό «δάνειο» αρκεί για να καταστήσει μοντερνιστικό ένα ποιητικό έργο, καθώς το φαινόμενο της λεγόμενης διαπολιτισμικής συνοχής, στη λογοτεχνία, ή της διαπολιτισμικής επικοινωνίας, προϋπήρχε ως ιδέα και μοντέλο πολύ πριν την εμφάνιση και τις κριτικές αξιώσεις του μοντερνισμού. Η απόδειξη αυτή μας οδηγεί, λοιπόν, σε υποχρεωτική απόρριψη κάθε κριτικής και συγκριτικής οδηγίας που επιμένει να κατατάσσει, τους δύο προαναφερθέντες ποιητές στις υψηλότερες θέσεις της, αποκαλούμενης, ποιητικής πυραμίδας του εικοστού αιώνα.
Επιπλέον, η πανδαισιακή κοσμοθεώρηση και των δυο, η οποία ανήγαγε τους δύο αυτούς ποιητές σε μοντερνιστικούς μέντορες -μια απόφαση της οποίας η ανίχνευση μα και η διευκρίνηση, με αμιγείς όρους ποίησης, ποιητικής τέχνης, καθίσταται αδύνατη- συνίστατο σε μια σύμμεικτη τροπολογία της θέσμιας ηθικο-κοινωνικής αφήγησης.
Η μοντερνισμός λοιπόν, και για
να γίνω πιο συγκεκριμένος: ο κορυφαίος
μοντερνισμός, εκφράστηκε -υπό την έννοια μιας διάκρισης διαπιστωμένης- από ποιητές που δεν κατέφυγαν
σε προϋπάρχουσες παραδόσεις, σε ήδη διατιθέμενες δεξαμενές λογοτεχνικών υλικών
ή δεδηλωμένων.
Η πρωτοβουλία του Πάουντ να γραφτεί ποίηση ενάντια στο ταλέντο, κόντρα στην έγκριση της «αρτιότητας» ή της «καταφανούς πρόσληψης», μα και στις τεκμηριώσεις της νεότερης ιστορίας της λογοτεχνίας, στα φαινόμενα και τα αναπτύγματα που εμφανίστηκαν από τις αρχές του εικοστού αιώνα στον τομέα της ποίησης και της συγκριτικής, είχε ήδη ολοκληρωθεί από τον Μπλεζ Σαντράρ ο οποίος είχε πρώτος επιδοθεί και τεκμηριώσει το φαινόμενο που σήμερα, ονομάζεται μοντερνισμός, ή, για να είμαι πιο ακριβής, υψηλός μοντερνισμός.
Ο Σαντράρ εισήγαγε πρώτος, εξάλλου, και την ιδέα της αποπροσωποποίησης τόσο σε επίπεδο ποιητικού υποκειμένου όσο και σε επίπεδο σημασιολογικής μεταβλητότητας του πρώτου προσώπου εντός ποιημάτων, καταφέρνοντάς την ακόμη και ως σχετική παρουσία παριστάμενη μόνο κατά τις συνέπειες ενός διαλογικού ή μη διαλογικού υποκειμένου το οποίο μάλιστα δεν εκκρεμεί απλώς μεταξύ ατομικότητας και καθολικότητας, μεταξύ επίγνωσης και αλήθειας -όπως στα έργα του Έλιοτ- μα πληροί τη σχετικότητα, τη δυνητικότητα και των τεσσάρων. Επιπλέον στην ποίηση του Σαντράρ το προσωπικό στοιχείο όχι μόνο μετουσιώνεται σε πανανθρώπινο και το επικαιρικό σε διαχρονικό μα το πανανθρώπινο μετουσιώνεται σε προσωπικό και το διαχρονικό σε επικαιρικό.
Ομοίως, ο ριζοσπαστισμός της ιδέας της αποπροσωποποίησης, στο έργο του Έλιοτ, δεν είναι τόσο ριζοσπαστικός εφόσον τίθεται ως επιβεβαίωση που γίνεται αντιληπτή μέσω ενός νέου, ευρύτερου συνόλου, το οποίο συνδέεται με τη γενικότητα των ζητημάτων της νεωτερικότητας που εκτίθενται σε έναν νέο κόσμο. Αντιθέτως, στα έργα του Σαντράρ, η αποπροσωποποίηση υποδηλώνει μια ριζική εγκατάλειψη της προσωπικότητας και της ταυτότητας, η οποία εκφράζεται μέσω ενός νέου ανήκειν στην πιθανότητα του τίποτα.
Γ. Λ.
Μετς 2004