Αρχική σελίδα Εργογραφία Βιογραφικό Υπό έκδοση Επικοινωνία En/Fr/It/Es

13/06/20

Γιάννης Λειβαδάς - Ενών εκ των μη ενόντων [Bibliotheque.gr]


Εδώ και επτά χρόνια  έχω πάψει να διαβάζω, με εξαίρεση τα κείμενα που επισκέπτομαι λόγω της ανάθεσης κάποιας μετάφρασης ή άλλης κειμενικής εργασίας.  Με καθυστέρηση δύο χρόνων από την έκδοσή του, έφτασε σήμερα στα χέρια μου το τομίδιο με τίτλο «Κανείς ποτέ δεν το ‘μαθε, κανείς δεν θα το μάθει» που περιέχει το La donna velata του Διονυσίου Σολωμού, σε μετάφραση του Βασίλη Ρούβαλη, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για την αποστολή του.

Το τομίδιο αυτό ενσωματώθηκε πάραυτα στη λεγόμενη σολωμική σειρά, όπως την ονομάζω. Ως έκδοση είναι άρτια και καλώς σχολιασμένη. Επέλεξα όμως να αναφερθώ σε αυτό όχι για να συνοψίσω, υπό μορφή βιβλιοκριτικής, την ορθότητα και την χρησιμότητα αυτής της έκδοσης -πρόκειται περί αυτονοήτου εφόσον γίνεται λόγος για τον Σολωμό- μα επειδή πιάστηκα σε κάποια σημεία στο δεύτερο μισό του προλογικού σημειώματος που έγραψε ο Κώστας Βούλγαρης, τα οποία αποτέλεσαν αφορμή για να σημειώσω τα παρακάτω.

Ευρύτερα, το έργο του Σολωμού εξετάστηκε ως επί το πλείστον λόγω της ανάγκης εντοπισμού μιας αναδεικτικής ίδρυσης της ελληνικότητας, της ελληνοφωνίας. Επρόκειτο για ένα είδος χαρακτηριστικής ανάγκης η οποία διέπει τα έθνη κατά τη διάρκεια μιας καθοριστικής ανακαίνισης, η οποία δεν είναι λογοτεχνική, ποιητική, ωστόσο δεν είναι δυνατό να καταδειχθεί και να τοποθετηθεί στον χρόνο δίχως την επικουρία της ποίησης. Δίχως, δηλαδή, το τεκμήριο αλλότητας αυτού που ονομάζουμε, μάλλον άστοχα, με τη λέξη «εμείς»∙ η οποία υποδηλώνει κατά τρόπο απόλυτο και βαθιά υπαινικτικό πως «εμείς» είμαστε πολλοί, είμαστε αυτοί που πρέπει, αυτοί, εν ολίγοις, στους οποίους απευθύνεται η ποίηση και συνάμα εκείνοι μέσω των οποίων η ποίηση απευθύνεται.

Το ψεύδος στο «εμείς» είναι πιο βαθιά θεμελιωμένο από την ανάγκη καθοριστικής ανακαίνισης, επανίδρυσης των όσων μας εγγράφουν, μας θέτουν, υπό την έννοια μιας απτής βασιμότητας(;) σε κάποια θέση μέσα στον χρόνο. Μια θέση από την οποία, άπαξ και ιδρυθούμε, δεν θα επιτρέψουμε επουδενί στον εαυτό μας να απαλλαγούμε απ’ αυτήν.

Το «επουδενί» είναι εκείνο το στίγμα το οποίο καθορίζει τη μέθοδο, τις αρχές και το νόημα των σχέσεων με τα φαινόμενα, έχοντας υποστεί τον μοντερνισμό σε επίπεδο λογοτεχνικής σύγκρισης και κριτικής, μέσω καίριων διαστρεβλώσεων και παραποιήσεων (βλ. τα φαινόμενα που προκάλεσαν η δανεισμένη από την βεδάντα στοχαστικότητα του Έλιοτ και η ιστοριογραφική παραθετικότητα του Πάουντ), ή έχοντας εξετάσει την εξαίσια και οδηγητική αναποτελεσματικότητά του, κι έχοντας κατόπιν εισαχθεί στις παραλλακτικές δοκιμασίες του μεταμοντερνισμού, ο οποίος στην περιοχή της ελληνοφωνίας μετεβλήθη σε ευκαιριακό επιστέγασμα των γνωσιακών και θεωρητικών εναυσμάτων τα οποία προέκυψαν από την άδικη και μεθοδική διαστρέβλωση του μοντερνισμού.

Για να αναγνωρίσουμε τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό οφείλουμε στους εαυτούς μας, στους εαυτούς εκείνου του «εμείς», τη δυνατότητα μιας κυλιόμενης ίδρυσης στον χρόνο, μιας επανίδρυσης η οποία θα διαθέτει τρόπο να επανεισάγεται στον δημιουργικό χρόνο με τα δημιουργημένα και όχι με βάση τα σωσμένα ή τα ευρισκόμενα. Τα σωσμένα και τα ευρισκόμενα εισάγουν το «εμείς» στις ανάγκες που θέτει αναφορικά ή αναλογικά προς τον χρόνο το «εμείς». Τα δημιουργημένα κάνουν άλλη δουλειά. Παρασύρουν τον χρόνο στη συνθήκη που υποβάλλουν μέσα σ’ αυτόν δημιουργώντας ενδόρρηξη, αντιμεταθέτοντας την οργανικότητα∙ όχι έκρηξη, δηλαδή χρηστική κριτική του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Πρόκειται για την ίδια κυλιόμενη ίδρυση μέσω της οποίας συναντάμε τον Σολωμό.

Αυτό το, ας μου επιτραπεί η έκφραση, «καταραμένο εμείς», έθεσε, δεν ήταν τυχαίο, τη γλωσσομορφία και τη θραυσματικότητα του Σολωμού στα πεδία της νεότερης έρευνας, όπου ο σημασιολογικός αδριάντας του Σολωμού μεγεθύνθηκε επανειλημμένα μα το ζήτημα της γλωσσο-δημιουργικής ίδρυσης εξακολουθεί αποκρυμμένο κάτω από το βάρος αμέτρητων σελίδων, στις οποίες καταχωρίστηκε σχεδόν κάθε λεπτομέρεια της σχέσης που μπορεί να έχει, ή να μην έχει, η σολωμική επανεκκίνηση με το «εμείς» μα αποφεύχθηκε η σχέση ή μη-σχέση του «εμείς» με αυτή. Εν ολίγοις, το «εμείς» δημιούργησε, προκάλεσε, κάποια σχέση ή απόλαυσε, εντέλει, την ακαταμάχητη κλίση προς μία εντελή διαπίστωση προσωπικής σημασίας -η οποία υποθάλπεται στις αναδείξεις και στις διακρίσεις που αναλαμβάνει αποζημιωτικά κανείς- αυτή την αθεράπευτη προσπάθεια απόδειξης και συντήρησης του «πρέποντος» στον εκάστοτε ανάλογο τομέα, στις γραφές δηλαδή και στις αναγνώσεις που επαναλαμβάνουν την τελετή θεμελίωσης ενός προϋπάρχοντος δεσμού;

Στη λογοτεχνία οι κρίσεις αναλύονται μέσω της τέχνης του λόγου διότι εάν αναλύονται μέσω των αναγκών που θέτουν την τέχνη του λόγου σε εξέταση λόγω πρόσβασης στο πεδίο της συμπεριληπτικής κριτικής, η τέχνη του λόγου υποβιβάζεται σε μπαίγνιο της θεωρητικολογίας.

Μπορεί το προϋπάρχον, δηλαδή οι προτιμήσεις, να ακυρώσουν ή να αντικαταστήσουν τις συνθλίψεις της δημιουργίας; Τόσο στο ερώτημα όσο και στην απάντησή του, το «εμείς» συντρίβεται στον ενικό του.



Παρίσι, 8 Ιουνίου 2020

Αρχειοθήκη ιστολογίου