http://artic.gr/giannis-leibadas-i-kritiki-tis-poihtikis-texnis/
Κύριε Λειβαδά, τι σας έστρεψε στην ποίηση και τι ρόλο παίζει έως τώρα στην ζωή σας;
Αυτή
η ερώτηση είναι μια προ πολλού ειπωμένη απάντηση. Δεν με αφορά γιατί
δεν στράφηκα ποτέ στην ποίηση. Κι όσο για τη ζωή μου, αυτή είναι που
παίζει ρόλο στην ποίηση. Ένα και το αυτό. Δεν γνωρίζω πού πηγαίνω,
παρόλα αυτά πηγαίνω.
Αυτή
τη στιγμή η Ελλάδα διαθέτει μεγάλο αριθμό εκδοτικών οίκων και σχεδόν
καθημερινά εκδίδεται μια πληθώρα βιβλίων. Οι ποιητές στέλνουν συχνά τις
ποιητικές τους συλλογές για κριτική. Εσείς πιστεύετε πως κριτική πρέπει
να ασκείται και να δημοσιεύεται, μόνο στις "καλές" ποιητικές συλλογές;
Δεν
είμαι σίγουρος πως μπορεί να υπάρξει συμφωνία σχετικά με το ποιες είναι
«καλές» συλλογές. Ποιος απευθύνει και σε ποιον απευθύνεται, αυτό είναι
μέγα ζήτημα. Ώρες-ώρες, μοιάζει λες και έχουμε ξεχάσει τι είναι
λογοτεχνία, τι είναι αυτό που την διαφοροποιεί από κάθε άλλο είδος
απόθεσης μελάνης πάνω στο χαρτί, ή, στο εξής, απόθεσης ψηφιακών
στοιχείων πάνω σε μια οθόνη.
Ουκ
ολίγοι φωνασκούν πως επικρατεί κριτική σιωπή, κριτική ερείπωση. Αυτό
σημαίνει πως οι παρούσες κριτικές δεν ανταποκρίνονται στα φαινόμενα, ενώ
την ίδια στιγμή υφίσταται κάποια αξιόλογη κριτική, ποσοτικά
περιορισμένη, όχι υποχρεωτικά γνώριμης μορφής, την οποία οι φωνασκούντες
αδυνατούν ή αρνούνται να επεξεργαστούν. Πάντως, η κριτική που ασκεί το
ίδιο το ποιητικό έργο είναι απείρως πιο εύστοχη από την κριτική που
ασκεί κάθε σημείωμα και κάθε δοκίμιο.
Ασυζητητί
μία αρνητική ή θετική κριτική δεν είναι το ζητούμενο. Ή καλύτερα, δεν
είναι κάτι που αφορά έναν ποιητή ώστε να ασχολείται με αυτό. Κριτικές
οφείλουν να γράφονται. Αρκεί να υπάρχει τρόπος να αναγνωρίζονται τα
ποιητικά έργα ως τέτοια. Αρκεί να υπάρχουν εκείνοι που είναι σε θέση να
ασκήσουν κριτική στα ποιητικά κείμενα. Το ότι ο λεγόμενος ακαδημαϊκός
χώρος (ο καθιερωμένος, που διασπείρεται στον λογοτεχνικό Τύπο και τις
εφημερίδες) αδυνατεί να αναπτύξει ένα ουσιώδες κριτικό σώμα, δεν
σημαίνει πως θα αναλάβουν την κριτική οι bloggers. Και οι δύο ομάδες
διέπονται από τις ίδιες δυσμένειες, από τις ίδιες στενότητες. Το μόνο
που αλλάζει είναι πως πείθονται ακόμη περισσότεροι αδιαφώτιστοι, και
επαληθεύονται ακόμη λιγότεροι διαφωτισμένοι.
Μιλήστε
μας για την στοχευόμενη κριτική, τους αλληλοϋποστηριζόμενους εκδοτικούς
οίκους, τους κριτικούς και τα «συγκοινωνούντα δοχεία» του χώρου.
Είναι
αναπόφευκτο να υπάρχει μία αλληλοϋποστήριξη μεταξύ εκείνων που έχουν
κοινούς στόχους και κοινές αντιλήψεις. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια το
κομμάτι της λογοτεχνικής παραγωγής, που έμμεσα ή άμεσα προωθείται, να
μην αντιπροσωπεύει τα όσα εκτυλίσσονται στον χώρο της γραφής. Αυτό έχει
πρωτίστως σχέση με την δυνατότητα επιβολής ορισμένων εκδοτών οι οποίοι
αποσκοπούν στη διαμόρφωση της αγοράς και όχι τόσο στην προώθηση της
ποιητικής τέχνης. Κανείς όμως δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο ή κάτι
παραπάνω απ’ αυτό που τελικώς κάνει. Υπάρχει ένας διάχυτος
ιλουζιονισμός, τόσο από την πλευρά των εκδόσεων όσο και από την πλευρά
των εκδιδομένων.
Πιστεύω
ότι οι νεότεροι και μικρότεροι εκδότες οφείλουν να μπουν πολύ πιο
δυναμικά στο τοπίο και να αποτολμήσουν μια κάποια αναδιαμόρφωση,
αποφεύγοντας τα δευτερώματα. Οι αναγνώστες χρειάζεται να πέφτουν σε
αλλεπάλληλες ποιητικές ενέδρες ώστε να αφυπνίζονται.
Δείχνετε μεγαλύτερη προτίμηση στην νέα ελληνική ή στην αντίστοιχη ξένη ποίηση;
Μία
είναι και ασύμφορη. Εάν και όταν είναι, γιατί συνήθως δεν είναι. Τόσο
στην Ελλάδα όσο και οπουδήποτε, υφίσταται μία νοσηρή εξύμνηση της
«φωνής», η οποία είναι βαθιά υποταγμένη στον εαυτό της, και υπόσχεται
διάρκεια στις τέρψεις του δογματισμού της. Αποβαίνει μοιραία σε
ευφημισμό.
Η
φωνή δεν είναι ποίηση καθώς και η ποίηση δεν είναι μήτε δικαίωμα, μήτε
απαίτηση κατά την έννοια κάποιου δικαίου. Η ποίηση είναι ιδανική χάωση.
Εξανεμισμός. Η ποίηση δεν είναι επικαλούμενη, είναι κενό.
Υπάρχει,
θαρρώ, μία θεμελιακή σύγχυση ανάμεσα στην τήρηση των λόγων, και την
τήρηση της ποίησης, ειδικά όταν οι λόγοι είναι παρηγορητικοί και
συντείνουν στην γενικευμένη κλιμάκωση συγκεκριμένων αποσοβήσεων. Οι
ποιητές που όντως δημιουργούν, δεν βρίσκουν παρά ελάχιστους
συγχρονισμένους αναγνώστες, το αντίθετο συμβαίνει με τους ποιητές που
τελούν υπό συγχρονισμένη, κοινωνική και αισθητική, κατάρρευση. Σε αυτές
τις περιπτώσεις η κατάρρευση υποδύεται τη συμμετοχική, ή όχι,
απελευθέρωση· επέρχεται μία εφήμερη αποσυμφόρηση η πληρότητα της οποίας,
προσδοκά, και συνήθως το καταφέρνει, να δημιουργήσει ένα ακόμη
κατεστημένο στους πρόποδες του κατεστημένου το οποίο φαντασιωτικά
αντιμάχεται. Είναι τόσο συχνό πλέον το φαινόμενο, κάποιος που γράφει
ποιήματα να πιστεύει πως ξεσηκώνει, πως προκαλεί τους αναγνώστες. Εάν
όμως παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά, θα αντιληφθεί πως πρόκειται για
μία ομοιοπαθή συμμαχία ανθρώπων, οι οποίοι έχουν ήδη καταλήξει μέσα στο είμαι, έχουν
αποτελειώσει το ζενίθ της κορύφωσής τους σε μία νικηφόρο ή δήθεν
επαναστατική προέλαση λόγων και πράξεων. Αυτό συνήθως αποκτά ιδεολογική
διάσταση ή, έστω, αποκτάται, μέσω κάποιας ιδεολογικής διάστασης. Μιλάμε
δηλαδή για κάτι το οποίο έχει πνεύσει τα λοίσθια πριν καν επικεντρωθούμε
στις πιθανότητες ή τις προοπτικές του. Κατά βάθος, όλα αυτά είναι
ακκισμοί ανθρώπων που, δυστυχώς όσο αφορά τις νεότερες γενιές, είναι
επαγγελματίες δημοσιοσχεσίτες, όμως αντεστραμμένοι· έχουν οικειοποιηθεί
τόσο πεισματικά το προφίλ το ανένδοτου περιθωριακού ή σώφρονος
αποτραβηγμένου λογοτέχνη, ώστε να δικαιώνουν τον κόπο και το άγχος με τα
οποία το συντηρούν, γιατί αυτό τελικώς είναι εκείνο που, ενδόμυχα,
υπερβαίνει, δηλαδή μαρτυρά η όποια γραφή, τα βιβλία, η θέληση των
αναγνωστών, η αναγνώριση: η άσκηση μιας υπαρξιακής πολιτικής. Όντας
κανείς λιγότερο εμπνευσμένος από τους προπαγανδιστές, όσο πιο πολύ
απορροφάται από τον ρόλο εκείνου που τους καταγγέλλει, τόσο πιο πολύ
αποτελεί θύμα τους.
Ανά
την υφήλιο ο ποιητής πράττει το αντίθετο, η καλύτερα, το αδιάφορο, προς
αυτό που θεσπίζεται συγκυριακά. Το ειδοποιό γνώρισμα είναι πως ο
ποιητής, το ποιητικό έργο, απολησμονούνται εντός του γίγνεσθαι, ποτέ εντός του είναι. Καθώς και με τον ίδιο τρόπο, κατά εξαιρούντα κανόνα, ετεροχρονισμένα, αποκαλύπτονται.
Όλα
τα παραπάνω έχουν να κάνουν με το αποδιδράσκον περιεχομένο. Βλέπεις,
μόλις συνέβη κάτι ποιητικό στην προηγούμενη φράση. Η γλώσσα εισέπνευσε.
Αυτό δεν έχει να κάνει με την λεγόμενη καθαρεύουσα, αλλά με την ώση που
εφαρμόστηκε. Μόνο η βούληση καθιστά όλες τις γλωσσικές πτυχές ποιητικές.
Ένα αηδόνι με ρευματισμούς παραμένει αηδόνι. Οι άδειοι δρόμοι είναι
πάντα γεμάτοι.
Η
ποίηση καθίσταται όλο και πιο ασύμβατη για την ανθρωπότητα. Λίγες
χούφτες, εντελώς ανόμοιων μεταξύ τους, ποιητών· αυτοί κάνουν όλη τη
δουλειά. Οι υπόλοιποι συντηρούν τον αποτροπιασμό που χρησιμεύει ως
παρότρυνση αποτίναξης, ώστε άθελά τους να οδηγούν, μακροπρόθεσμα, τους
αναγνώστες στα έργα των πρώτων. Απ’ αυτούς επιτελείται, πράγματι, πολύ
πιο σημαντικό έργο απ’ όσο μοιάζει να είναι εκ πρώτης όψεως.
Εκτροπή
προς τη μόνη κατεύθυνση. Έχω αναφερθεί εκτενώς για όλα αυτά, και για
άλλα, σε μία σειρά από δημοσιευμένα και αδημοσίευτα δοκίμια.
Ποίηση,
η φωνή της απελπισίας και του θυμού ή της συνειδητότητας και της
καταγραφής; Πρέπει να γράφουμε εν βρασμό ή σε στιγμές ηρεμίας; Εσείς
γράφετε μεθοδικά ή αυθόρμητα;
Όπως
προανέφερα η φωνή δεν έχει σχέση με την ποίηση. Η ποίηση μπορεί να
καταχραστεί μια φωνή μα η φωνή δεν μπορεί να υπάρξει ως ποίηση. Μα και
για την ποίηση, τι μπορεί να πει σήμερα κανείς. Οι μέρες ετούτες
κατακλύζονται από τόση μωρότητα που κάθε λογής δημοσιεύματα, συνθήματα,
γνωμικά και αποφθέγματα, καθίστανται εύστοχα.
Δεν
υπάρχουν συνταγές ή οδηγίες. Κάθε ποιητής και τρόπος. Τρόποι λίγοι,
αφού αυτό το πράγμα αδυνατεί να καταλάβει τον εαυτό του, το τέλος του. Η
ποιητική τέχνη αναζωπυρώνεται, ανανεώνεται, από εκείνους που φέρουν τις
πιο βαθιές διαφορές μεταξύ τους. Όχι απ’ όσους βοηθούν στην διεξαγωγή
της εθιμοτυπικής τελετής των εκπλήξεων. Η ποίηση, λοιπόν, εξακολουθεί
από τη ζωντάνια των διαφορών, δίχως αυτές οι διαφορές να περιθάλπουν
ασφαλείς ερμηνείες.
Γι’
αυτό και η ποίηση δεν εξαντλείται, γιατί παίρνει, είναι άρπαγας. Όταν
κάποιος λέει ότι η ποίηση μόνο δίνει, προσφέρει απλόχερα, χαρίζει, δεν
βρίσκεται παρά στο έλεος μιας ανολοκλήρωτης ψευδαίσθησης, τόσο γλυκιάς
που είναι ικανή να ταυτιστεί με τη θυσία του Αβραάμ. Δεν είναι διόλου
ανεξήγητο το γιατί όλοι όσοι γράφουν ποιήματα, εκτός από τους ποιητές,
φτάνουν σε ελάχιστη ευφορία δια μέσω πλείστης αγωνίας.
Ποιοι είναι οι εχθροί της ποίησης; Μήπως ο καθωσπρεπισμός; Μιλήστε μας για την «ηθική της».
Η
ποίηση δεν έχει εχθρούς γιατί δεν έχει ούτε συμμάχους. Μετά βίας
υφίστανται ποιητές και αναγνώστες. Η μόνη ηθική της ποίησης είναι η
εξαπάτηση. Αλλά μόνον εφόσον έχει αποκηρύξει όλα της τα ένστικτα.
Η ποίηση είναι τελικά ανάγκη; Πονά ή ανακουφίζει; Μεταπλάθει, ελευθερώνει;
Αν
είναι ανάγκη δεν είναι λιγότερο αποτελεσματική από την τρέλα. Αν είναι
πόνος δεν είναι λιγότερο βασανιστικός από το χιούμορ που κατακλύζει το
σύμπαν. Αν ανακουφίζει δεν διαρκεί παραπάνω από τον ξεπεσμό μιας
σκέψης. Αν μεταπλάθει ή ελευθερώνει, αυτό εξαρτάται από τον μάστορα που
σου αναλογεί. Βλέπεις τι υπάρχει μακριά από τη νοσηρή αντικειμενικότητα.
Παρόλα αυτά οι προτιμήσεις τείνουν στην παραλυσία γιατί μόνο αυτή
απέμεινε να τροφοδοτεί την καρδιά, να συγχωρεί το πνεύμα.
Στίφη
ονειροπόλων που δεν είναι πιο τολμηροί απ’ όσο ένα ποντίκι που στο
τέλος σπεύδει στη φάκα με το τυρί, χαλκεύουν την πραγματικότητα, ώστε να
προκαλούν τα φαινομενικά θεάματα στα οποία καθένας απ’ αυτούς
τοποθετείται ως ήρωας, πρώτο βιολί της ορχήστρας. Πολυλογούν για τις
πίκρες του δράματος του πρώτου βιολιού. Όσο πιο υδαρό το δράμα, τόσο πιο
μεγάλη η απήχηση.
Καταλαβαίνεις, πόσο μοιραίες είναι όλες αυτές οι ερωτήσεις.
Παρίσι 19/10/2014