Αρχική σελίδα Εργογραφία Βιογραφικό Υπό έκδοση Επικοινωνία En/Fr/It/Es

08/02/11

Από τον άξονα στον πήχη - Έζρα Πάουντ

 

Το κείμενο γράφτηκε κατά την περίοδο που ο υποφαινόμενος διατηρούσε άτιτλη στήλη στην Ελευθεροτυπία. Εντούτοις η δημοσίευσή του δεν στάθηκε δυνατή για λόγους που γνώριζε η
αρχισυνταξία. Σήμερα, μολονότι το κείμενο είναι ξεπερασμένο από τον συντάκτη του και, σε σχέση με τη σημαντικότητα του θέματός του, συνοπτικό, δημοσιεύεται ως επιβεβαιωτική αφορμή, ως δείκτης αναβιβασμού που δέχθηκε η κριτική αβασιμότητα κατά την τελευταία εικοσαετία στους κόλπους της ελληνικής πραγματικότητας. Τα παρακάτω εξετάζονται πιο ειδικά και διεξοδικότερα σε εργασίες οι οποίες θα εκδοθούν σύντομα.

♦♦♦

Θεωρείται «λυμένο ζήτημα» πως ο Πάουντ ήταν απολύτως φασίστας και πως απολύτως αβάσιστος είναι κάθε ημιμαθής ή φαντασμένος που διατείνεται το αντίθετο ή διατείνεται πως οφείλονται κριτικές αμβλύνσεις σ’ αυτό το τεκμήριο. Ωστόσο το αισθητικό και πνευματικό μέρος του σύγχρονου συλλογισμού με βάση το οποίο κρίνεται παραδοσιακά το έργο του Πάουντ, αποδείχθηκε ότι σύγκειται από την ίδια ουσία, από το ίδιο κοσμοθεώρημα∙ και προς αποφυγή παρεξήγησης προσθέτω: σύγκειται από ίδια ανάγκη τελειωτικής σύστασης ενός κέντρου το οποίο πρέπει εντέλει να παραμένει φυλαγμένο, προστατευμένο, από καθετί επανιεραρχεί κι επαναπροσδιορίζει την ανθρώπινη κατάσταση και, κατ’ επέκταση, την κατάσταση της ποίησης.

Η παραδοξότητα αυτού του φαινομένου παραμένει ασχολίαστη∙ διότι μπορεί μόνο ως ταύτιση με την παουντική θεωρία να σχολιαστεί. Αυτό δεν σημαίνει μόνο πως η κεντρικότητα ουσίας της υποτιθέμενης ελεύθερης λογοτεχνικής διανόησης εντοπίζει το αντίκρισμά της στην ποίηση ενός καλλιεπούς ολοκληρωτισμού, σημαίνει επίσης πως η ανάγκη τελειωτικής σύστασης προκαθορίζει τι ακριβώς σημαίνουν κατ’ αυτή οι όροι νεωτερισμός, επανιεράρχιση και, οπωσδήποτε, ποίηση.

Υπ’ αυτή την έννοια, τα πάντα έχουν να κάνουν με νεωτερισμούς επιβεβαίωσης, όχι με νεωτερισμούς ποίησης. Συνεπώς η συλλογιστική  με την οποία «εξετάζεται» το έργο του Πάουντ εντοπίζεται στον τομέα μιας διευρυνόμενης ηθικο-αισθητικής ιδεολογίας και ουδόλως στον τομέα της ποιητικής τέχνης.

 

♦♦♦

 

Ο φασισμός είχε τους στοχαστές του, τους διανοούμενους, τους καλλιτέχνες του, όπως κάθε άλλη κοσμοθεωρητική παραμυθία, παρά τα όσα υποστηρίζονται σήμερα από ιλουζιονιστές ετέρων ιδεολογικών κοσμοθεωριών, οι οποίοι επιδίδονται σε διαρκή παραχάραξη όρων, σημασιών και λειτουργιών στον τομέα των κοινωνικών επιστημών και των τεχνών, υποστηρίζοντας εντέλει πως μόνο η Αριστερά διαθέτει στοχαστές, διανοούμενους και καλλιτέχνες.

Οι μύθοι της οριστικής παρακμής και της απόλυτης αναγέννησης, οι οποίοι υπήρξαν στον φασισμό ιδιαίτερα ενισχυμένοι και καθοριστικοί, απέδιδαν ένα είδος ανθρωπισμού, το οποίο δεν ήταν και τόσο ασύμβατο, εντέλει, μα συμπληρωματικό, συγκρινόμενο με τους ανθρωπισμούς που ευρύτερα αναπτύχθηκαν  κατά το πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα. Ίσως οφείλουμε να δούμε πού αλλού έπαιξαν και παίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο αυτοί οι μύθοι.

Η «ανθρωπιά» ή η «κοινωνική έγνοια» του Πάουντ λειτούργησαν στο πλαίσιο που περιεγράφηκε παραπάνω, όχι έξω απ’ αυτό. Κι οι δυο λειτουργούν πάντοτε εντός πλαισίου. Τέτοια είναι η αξιακή πρόνοια των ανθρώπων, ευρύτερα, όχι ειδικά. Οι διαστάσεις και οι όψεις κάθε πλαισίου φέρουν σημασίες ίσως ανώτερες και πιο καταδεικτικές από εκείνα που προβάλλουν ή αποδίδουν. Μια αυθαίρετη εξέταση και των δύο εκτός αυτού του συγκεκριμένου πλαισίου δεν είναι άστοχη, άκυρη, μόνο σε επίπεδο ουμανιστικής κριτικής μα και σε επίπεδο κριτικής της ποίησης. Πέραν αυτών, εξετάζοντας τί, καταλήγει κανείς σε τέτοια διαπίστωση; Εξετάζοντας τα ποιήματα που είχε μεταφράσει τα οποία εντελώς παράλογα θεωρούνται παουντικά έργα; Εξετάζοντας τον παουντικό νεωτερισμό ο οποίος δεν ήταν τίποτε περισσότερο από  αρχειοθέτηση ποιητικών υλικών, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν δάνεια που παρουσιάστηκαν σε νέο πλαίσιο διατυπωμένα;

Εξετάζοντας το δεύτερο μισό του συνόλου των Κάντος – όπου ο Πάουντ εξέφρασε την προσχηματική του μετάνοια και την ποιητική του αποκαθήλωση, τις οποίες ανεπιτυχώς ανέλαβε όμως επιτυχώς διεκπεραίωσε; Από τον βαθμό επίδρασης του έργου του; Στη δεύτερη περίπτωση υποστηρίζω σαφώς πως η αποσυνθετική διαστολή του προσχηματικού ήταν σημαντική, σημαντικότερη των υπολοίπων στοιχείων, πως δίχως την αποσύνθεση του προσχηματικού αυτή η ποίηση δεν θα ήταν σημαντική, δηλαδή δεν μπορεί να είναι σημαντική για εκείνα που αξιώνουν τόσοι διαβάζοντάς την, αναβιβάζοντάς τα στο απωθημένο ποθητό.

Η ποίηση και η ποιητική του Πάουντ -στα καλύτερά τους- υπήρξαν αναβιωτικοί κλάδοι της κλασικής κινεζικής και ιαπωνικής ποίησης οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις συντέθηκαν με την ιστοριογραφία και άλλοτε με την ειδησεογραφική παραθετικότητα. Τα Cantos εξάλλου δεν είναι γραμμένα παρά σύμφωνα με τη μέθοδο της παλαιάς κινεζικής χρονικογραφίας∙ η οποία μάλιστα ορισμένες φορές αποκτούσε και ποιητικά γνωρίσματα.

 

♦♦♦

 

Η «ανθρωπιά» και η «κοινωνική έγνοια» στα έργα φασιστών λογοτεχνών, παρά το γεγονός πως είναι περιορισμένης εμβέλειας και προϋποθέτουν μια απαράβατη αξιακή δέσμευση, δηλαδή προϋποθέτουν ένα έναυσμα αντιστροφής της ισχύος από το μερικό στο καθολικό, από το πρέπον στο αναγκαίο, πρέπει να εντοπίζονται ως τέτοιες και ως τέτοιες να κρίνονται. Η αναγνώρισή τους ως σημάδια λανθάνουσας σχετικότητας, λανθάνοντος ανθρωποκεντρισμού, είναι ατυχής και υποθάλπει τις πραγματικές διαστάσεις, τη μερικότητα και την ιδεολογική υστεροβουλία όσων προβαίνουν σε μια τέτοια αναγνώριση.

Έχει έρθει η ώρα να γίνει λόγος για γκρίζες λογοτεχνικές ζώνες; Το «καλό» κρίνει το «κακό» που δεν μπορεί να κρίνει το «καλό»; Η ανθρωπιά και η κοινωνική έγνοια είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ποίηση υπερβαίνει το υποκείμενό της, το τανύζει, δεν του ανοίγει διάπλατα το στόμα, όπως πιστεύουν οι στιχολάγνοι του τηλεβόα.

Ο φασίστας ποιητής δεν είναι παρά ένας παραστρατισμένος «πνευματικός άνθρωπος»; Κόνξες ημιμάθειας. Η ποίηση είναι παντού, μα δεν είναι ίδια. Η ποίηση είναι με τον άνθρωπο όχι για τον άνθρωπο.

Η λογοτεχνική Αριστερά πνίγεται με το δικό της ψαροκόκαλο. Ποιος τη βοηθά ν’ αποβάλλει εκείνο που της φράζει τον λαιμό; Κάποια ποίηση που προσβλέπει στο δικό της «συμμορφωτικό κακό»; Ένας Πάουντ μαρξιακός; Ή ένας Πάουντ αδιάλειπτα μετατρεπόμενος, λόγω κάποιας κοινής, εντέλει, πνευματικής παρακαταθήκης; Δεν είναι η ποίηση το ζητούμενο, λοιπόν, μα η εγκριτότητα ενός οράματος.

 

♦♦♦

 

Από την ποίηση, από ένα ποιητικό έργο, δεν αφαιρείται τίποτα όπως δεν τού προστίθεται τίποτα. Εάν αφαιρείται ή προστίθεται, πρώτα ακυρώνεται η κριτική του έργου, κατόπιν ακολουθεί η ακύρωση του έργου. Οι ερμηνείες, λοιπόν, για να είναι εύστοχες πρέπει να μην αποδίδουν δοκούντα εκείνων που κρίνουν, αλλά μόνο περιεχόμενο. Τα δοκούμενα των ποιητών, ας υπενθυμίσω, αποτελούν μέρος του περιεχομένου της ποίησής τους. Ο κόσμος εντός ποιήματος είναι άλλος από τον κοινό κόσμο, λόγω ποίησης, λόγω ποιήματος, όχι λόγω κοινού κόσμου. Το ποίημα δεν είναι λήμμα, γράφεται διότι ο ποιητής υπερβαίνει το κοινό, όχι διότι σημαίνει το κοινό, το οποίο σημαίνεται από μόνο του. Εάν το ποίημα σημαίνει εκείνο που σημαίνεται από μόνο του, τότε δεν πρόκειται για ποίημα μα για ιδεολογική μπροσούρα.
Αυτό που κρίνεται, λοιπόν, είναι εκτενέστερο και βαθύτερο απ’ ό,τι μοιάζει μέχρις αυτού του σημείου να κρίνεται. Φαίνεται μόνο η κορυφή ενός παγόβουνου. Μια ολοκληρωμένη κριτική στον (αισθητικά εκλεπτυσμένο) φασισμό που κυοφορείται στην κοιλιά της ποίησης οδηγεί σε επίσης ολοκληρωμένη κριτική άλλων ολοκληρωτισμών που κυοφορούνται μέσα της: πρωτοκαθεδριών, δικαιωματισμών, ηθικο-αισθητικών επιταγών.

Πολλές φορές δεν χρειάζεται παρά ν’ αντικαταστήσει κανείς έναν-δυο βασικούς όρους, ν’ αντικαταστήσει μονάχα μια-δυο λέξεις για να αλλάξει ριζικά το περιεχόμενο, η σημασία και, συνεπώς, η ερμηνεία και η κριτική απόδοση ενός έργου – δεν είναι υποχρεωτικό να ξαναγραφτεί εντελώς αλλιώτικα. Αυτό σημαίνει κάτι που υπερβαίνει όσα μπορεί να τονίζονται με μια «κριτική επαλήθευση». Κατ’ αυτό σχολιάζω. Κατ’ αυτό που ακολουθεί το βασικό, όσο και κατ’ αυτό που ανακλάται σε συνδυασμό με το πρώτο.

Από το λυπηρό δεν φτάνει κανείς στο επαίσχυντο μόνο με εγκλήματα πολέμου μα και με αράδες κειμένων. Η απόβλεψη ενώνει τα φαινομενικά αιωνίως χωρισμένα γιατί  η απόβλεψη δεν είναι ποίηση. Με την απόβλεψη αποφεύγονται τα ζητήματα, δημιουργώντας «ζητήματα» γύρω από αυτά. 

Ως και η σιωπή που χαρακτήρισε τον Πάουντ τα τελευταία χρόνια της ζωής του (η οποία δεν ήταν παρά αποφυγή κάθε συζήτησης για τον φόβο αναφοράς στην ιδεολογική του τοποθέτηση και τον αντισημιτισμό, μα και χαρακτηριστικό της -επίσημα διαγνωσμένης- ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας από την οποία έπασχε) αποδόθηκε και ακόμη αποδίδεται από διαφόρους ως δείγμα βαθιάς κι εντατικής ενδοσκόπησης, ως χαρακτηριστική ποιητική σιωπή η οποία απηχεί το ερμηνευτικό άπαν.

 

♦♦♦

Όντως σημαντικό, πράγματι σημαντικό, ήταν ένα μικρό μέρος του παουντικού έργου, όχι το σύνολό του, κι αυτό όχι τόσο για τον τρόπο με τον οποίο διελήφθησαν όσα διελήφθησαν στο μικρό αυτό μέρος, μα για τις συγκρίσεις που μέσω αυτών προκλήθηκαν. Ο  Πάουντ (κι όχι μόνο ο Πάουντ) πρέπει να κριθεί για την ποίησή του με τους όρους της ποίησής του, όχι με άλλους. Κάθε αξιοπρόσεκτο έργο φέρει τους δικούς του όρους και αυτοί οι όροι καθορίζουν τους επόμενους που ίσως χρειαστούν για μία εκ νέου εξέτασή του. Ειδάλλως η αβάσιστη χρήση συναπτόμενων όρων δεν αποτελεί μόνο πλεονασμό, καταδεικνύει τον βαθμό στον οποίο μία κριτική, μία προσέγγιση, είναι ανεπαρκής, προβληματική: καθένας είναι εγκλωβισμένος στην ερμηνευτική άμυνά του, στην περιχάραξη μιας τελειωτικής απόδοσης.

Ο ακαδημαϊκός συντηρητισμός διαθέτει έναν καλά αιτιολογημένο νεωτερισμό. Αυτός ο επιφατικός, διασφαλιστικός νεωτερισμός, είναι προπέτασμα που κρύβει το ύψος στο οποίο βρίσκεται πραγματικά ο παουντικός πήχης.

 

♦♦♦

 

Η ιδεολογική δυσωδία δεν έρχεται μόνο από μία πλευρά. Έρχεται από παντού. Δεν είναι λίγες οι ποιήσεις που έχουν ανάγκη διαρκούς διασφάλισης κινήτρων και αποβλέψεων. Η ερωταπόκριση Γιάσπερς/Χάιντεγκερ επί Χίτλερ, «Wie soll ein so ungebildeter Mensch wie Hitler Deutschland regieren?» «Sehen Sie nur seine wunderbaren Hände an αποδίδει θαυμάσια μια διακριτή αντιστοιχία στο σήμερα: «Πώς γίνεται να πρωτεύει στην ποίηση ένας νεωτεριστής του συντηρητισμού;» «Δες απλά τη θεσμικότητα των στίχων του!»

Σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω πως το έργο του Πάουντ ήταν, στο σύνολό του, υποδεέστερο λόγω των ιδεολογικών και πολιτικών απόψεων του ιδίου, υποστηρίζω όμως πως το έργο αυτό ήταν μία κριτική παράθεση μερικοτήτων οι οποίες παρέμειναν τέτοιες, δεν αποκάλυψαν ένα ποιητικό θαύμα ολότητας, δεν αποτέλεσαν απόδοση εποπτείας ή νέας αισθητικής. Ως τέτοιο ενίσχυσε ένα ανάλογο σύστημα ακαδημαϊκής όσο και αντι-ακαδημαϊκής κριτικής μα και σπουδής της νεότερης ποίησης.

Αναρωτιέμαι, όμως, ποια θα ήταν η τελική αποδοχή του έργου του εάν η επιτηδειότητα του Πάουντ και του υπευθύνου ψυχιάτρου του ψυχιατρείου Σεντ Ελίζαμπεθ’ς δεν στέκονταν αρκετές για να ξεφύγει από τη, δίκαιη, καταδίκη κι εκτέλεσή του; Όποιος έχει ασχοληθεί σοβαρά με την περίπτωση του Πάουντ γνωρίζει πως δεν υπάρχουν πλέον αμφισβητήσιμα στοιχεία, ούτε στο ιατρικό του ιστορικό ούτε στη στάση και τις δηλώσεις του κατά την περίοδο 1958-1972 – κατά την οποία μόνο επιλεκτικά υπήρξε ολιγόλογος, πόσο μάλλον «σιωπηλός».

 

♦♦♦

 

Επιστρέφοντας στις νύξεις της πρώτης παραγράφου, θα προσθέσω πως η ποίηση δεν είναι για όλους ευχάριστη, ίσως ούτε καν προσεγγίσιμη: οι ποιητές καθορίζουν την εποχή, δεν καθορίζονται εκείνοι απ’ αυτήν, σε όποιον βαθμό και αν τροφοδοτούνται από τις ειδικές της εμπειρίες.

Αυτό ήταν και παραμένει θεμελιακό σημείο ερμηνευτικής τριβής σχετικά με το τι ήταν ή δεν ήταν μοντερνισμός. Με βάση λοιπόν την ιδέα πως μια πολιτισμική μετατόπιση, μια αισθητική και πνευματική μεταστροφή του ποιητή -η οποία φέρει νεωτερισμό περιεχομένου και όχι νεωτερική χρήση προϋπάρχοντος περιεχομένου- δίνει χαρακτήρα και νόημα στην εποχή και ακριβώς γι’ αυτό είναι νέα ποίηση∙ ο Πάουντ (όπως και ο Έλιοτ) δεν ήταν πρωτοπόρος, διότι το νέο περιεχόμενο και κατά συνέπεια το νέο νόημα είναι προκλητά από τη διάνοια και τη γλώσσα του ποιητή στην καθαυτή χρονική στιγμή. Ένας μοντερνισμός, δηλαδή, ο οποίος συντίθεται υπό το σκεπτικό ύπαρξης κάποιας πολιτισμικής στειρότητας, ενός αδιεξόδου και οδηγεί σε ανάκτηση παρελθόντος, χαμένων νοημάτων, λεκτικών ιδιοτήτων και απωθημένων ερμηνειών, είναι κίβδηλος σε σχέση και σύγκριση με τον μοντερνισμό, εκείνον, δηλαδή, που καθορίζει εκ νέου το παρελθόν λόγω πρόκλησης  μέλλοντος – που επηρεάζοντας το μέλλον επηρεάζει το παρελθόν.

Με πόσους τρόπους, εντέλει, διαβάζεται, για παράδειγμα, ο στίχος «To confess wrong without losing rightness»; Για ποιους μπορεί να είναι ανυπόφορη αυτή η ερμηνεία; Το εύρος του λογοτεχνικο-εκπαιδευτικού υπερ-συστήματος φτάνει πολύ πιο μακριά από τα βασικά, εντόνως προβαλλόμενα, σημεία για τα οποία ξοδεύεται πολύ μελάνι και θυσιάζονται αμέτρητες ώρες απασχόλησης. 

Προτού κρίνει κανείς ας βεβαιωθεί πως κάνει πράγματι ανάγνωση, πως οδηγεί εαυτόν στο γραπτό και δεν προσπαθεί να οδηγήσει το γραπτό στον ίδιο. Ας εξεταστεί, επίσης, η πιθανότητα όταν γίνεται λόγος για κατανόηση να υποφώσκει το δράμα μιας κρυφής αδυνατότητας, όταν γίνεται λόγος για αξιοποίηση να υποφώσκει το δράμα μιας κρυφής ομοθυμίας.
 

Γιάννης Λειβαδάς
 Μετς 2009

 

Αρχειοθήκη ιστολογίου