Αρχική σελίδα Εργογραφία Βιογραφικό Υπό έκδοση Επικοινωνία En/Fr/It/Es

11/10/18

Γιάννης Λειβαδάς: Η διενέργεια και η υποχρέωση [Book Press, 11-10-2018]


 



















Το 2006, όταν εισήγαγα την ιδέα πως ο ποιητής είναι νεκρός ως αληθινός φανερωμένος1 συνθέτοντας κατ’ αυτόν τρόπο την ποίηση του γίγνεσθαι η οποία ακυρώνει τις προθέσεις και τα αποτελέσματα της ποίησης του είναι – καθιστώντας την παρωχημένη, οπισθοδρομική∙ και όχι ανάξια λόγου και κρίσεως όπως λανθασμένα συμπέραναν πολλοί – γνώριζα εκ των προτέρων πως αρκετοί θα έσπευδαν αυτή την ιδέα να την οικειοποιηθούν, στρεβλώνοντάς την και εντάσσοντάς την αυθαίρετα στα πλαίσια της ευλογοφάνειας και του ευρηματισμού τους.
Η επαλήθευση αυτή – βλέποντας όλο το ενδιάμεσο διάστημα μέχρι πολύ πρόσφατα, να γράφονται σεντόνια ή μαντήλια αναφορικά με αυτή την ιδέα, παρουσιάζοντάς την με την απαιτούμενη εμμεσότητα που αρμόζει σε καθετί ιδιοποιημένο – δεν έχει καμιά αξία και δεν σημαίνει έξω από τον θόλο της κεφαλής μου απολύτως τίποτα, υποδηλώνει όμως ένα μέρος της σημασίας και των διαστάσεών της. Ξεκαθαρίζω εδώ, συνοπτικά, πως εκείνο που εισήχθη την ιδέα μ’ εκείνη, ήταν: το πως δύναται να καταλήξει ζωντανός ο νεκρός και όχι το αντίθετο, που αποτελεί ηθικό και αισθητικό θέσφατο το οποίο διαπνέει απ’ άκρη σ’ άκρη τους ορίζοντες της λογοτεχνικότητας, μα όχι της λογοτεχνίας. 
Επιστρέφω, συναπτώς, στο ζήτημα της ύπαρξης ή της απουσίας δύο πραγμάτων: του περιεχομένου και της γλώσσας∙ όχι όμως (και αυτό είναι το σημείο της ποίησης την οποία εννοώ) ως περιεχόμενο και γλώσσα κατά το δυνατό, μα κατά το αδύνατο. Από το σημείο αυτό εκπηγάζει η οργανική αντιμετάθεση, η οποία με πάσα σαφήνεια έχει εξηγηθεί πως δεν εντάσσεται στη μακρά λίστα των «αντι-», που στοιβάζονται αρειμανίως στον αυλόγυρο του μεγάρου της στιχικής συμπεριφοράς και της φαινομενικότητας.
Εκεί, οι μόδες των ανοικτών, των μισάνοιχτων αλλά και των σφραγισμένων φέρετρων, των θρηνωδιών και της συσκότισης∙ όλη  η γκάμα, εν πάση περιπτώσει, της επικοινωνιακής σκηνογραφίας (που αφορά τις ποιητικές αδικίες, τους παραμερισμούς της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής αλλά και των μεταξύ τους συνδέσμων) δεν μπορούν να υπάρξουν∙ ένεκα που άλλος δημιουργημένος νεκρός από αυτόν της οργανικής αντιμετάθεσης ετούτη τη στιγμή δεν υφίσταται, και δεν υπάρχει τρόπος μήτε λόγος, μήτε ανάγκη, να υπάρξει. Αυτό το λογοτεχνικό περιβάλλον που διέπεται, μα και διευθετείται, από τέτοια πολυτέλεια προβλημάτων και προβληματισμών, είναι υπερπλήρες.
Πρωταίτιο και πρόθεση να εκφράζεται και να εξηγείται κανείς κοινωνικά, (ήτοι να απευθύνεται στιλιστικά, με τα δεδομένα που ο αποδέκτης προϋποθέτει ή δίνει στον εαυτό του το περιθώριο εκ του γράφοντος να εγκρίνει, υπό την έννοια μίας διαφορετικότητας διευθετημένης, προσχηματικής) δεν εμπλέκονται στη σύλληψη και τη δημιουργία της ποίησης. Οι αντιστοιχισμένες λειτουργίες που αναγνωρίζονται από τις ζευγαρωτές αντιδράσεις μεταξύ προσκομιζόμενου και αντικτύπου, εκ φύσεως αδυνατούν να αδυνατίσουν τόσο ώστε να χαλαστούν, να αποτελειωθούν, να σβηστούν∙ ώστε κάτι, κάπου, να ξεκινήσει να υποδηλώνεται, να σημαίνει. Ως ποίημα να διενεργείται.
Η άποψη εκείνου που δεν φέρει ιδέες, που δεν καταφέρνει την ποίηση,  είναι μία φορά λανθασμένη διότι εκείνου που, φέροντας ιδέες, την ποίηση καταφέρνει, είναι μία φορά σωστή, επίμαχη. Εάν εκείνος που δεν την καταφέρνει είναι διπλά λανθασμένος, εκείνος που την καταφέρνει είναι σωστός δύο φορές. Ήτοι, εάν εκείνος που δεν καταφέρνει την ποίηση διαθέτει άποψη σωστή, τότε εκείνος που την καταφέρνει δεν ξέρει τι λέει. Γνωρίζει κανείς μόνο όταν την ποίηση διενεργεί∙ και έως εκεί όπου έχει διενεργήσει. Η διάκριση ανάμεσα στο για και το με, η οποία στο «Ανάπτυγμα» βρίσκεται ανειλημμένη.
Στην περίπτωση ενός με, η ακύρωση μπορεί είναι το αντίθετο του άκυρου, όπως το ήθος μπορεί είναι το αντίθετο της ηθικής – η πράξη της ποίησης, δηλαδή η ποιητική δράση είναι μία θέση κενή∙ όσο  ισχυρή είναι η θέση τόσο είναι και άκυρη, λειτουργεί  επαναπροσδιορίζοντας την κενότητά της όσες φορές χρειαστεί.
Δηλωτική της σπανιότητας της εφαρμογής του με, είναι -θα ήταν άδικο να μη γίνει γι’ αυτήν μία επιπλέον αναφορά- αυτή η εμπειρογνωμοσύνη που κατατίθεται ως πόρος, όχι μόνο ποιητικής τοποθέτησης μα και προέλευσης, του πόνου. Η υποκρισία ενός πόνου ο οποίος είναι υποκριτικός επειδή είναι πόνος μικρός και μεγεθυμένος, πλαισιωμένος από ωραιοποιήσεις και επιθυμίες. Ο μεγεθυντής του πόνου, λίγο ενδιαφέρει εάν δεν είναι τίποτε άλλο από τσαρλατάνος, καθώς δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο από ένας αφελής, ένας κρυφο-αισιόδοξος, που καταπνίγεται στον αγώνα του για ανανέωση της αναγνωστικής κοινότητας των έργων του.
Κάθε πτώση είναι επώδυνη και τρομερή με βάση τον κόπο της πιθανής καταοπινής αναρρίχησης, ή το δράμα της παραμονής στο ναδίρ – ακόμη και η πτώση από την κεφαλή μιας όρθιας καρφίτσας μπορεί να είναι συγκλονιστική. Εντούτοις μόνο η αυτόνομη, η δια-χρονική, δηλαδή, πτώση είναι αληθινή∙ με τον τρόπο που οι λέξεις του ποιήματος επιβεβαιώνουν το άλεκτο της ποίησης. Το άλεκτο θα ήταν ένα ψέμα εάν δεν υπήρχαν οι λέξεις της ποίησης, εάν δηλαδή καθίστατο λεκτό μέσω των ποιημάτων. Εξ ου το ότι η ποίηση δημιουργεί αποκλειστικώς περιεχόμενο και όχι έννοιες, ερμηνείες, ή σημασίες. Μολονότι εννοιολογεί, ερμηνεύει και σημασιοδοτεί, το ποίημα δεν είναι καμπή προς την ποίηση ή από την ποίηση προς τον αναγνώστη, αποτελεί ποίηση, δεν τοποθετεί τον αναγνώστη σε κατάσταση δικαιώματος, μα, αντιθέτως, σε κατάσταση υποχρέωσης∙ όπως έχω σε προηγούμενα δοκίμια καταδείξει. Το περιεχόμενο της ποίησης είναι δύο πράγματα: μια εποπτεία, και κάτι που δεν γνωρίζουμε και αδυνατούμε παραχρήμα να κατανοήσουμε, παρότι μέσω της ποίησης αυτομάτως ορθά το ιεραρχούμε2.
Ο ποιητής δεν συνεργεί με τον αναγνώστη έχοντας ως στόχο κάποια υπονόμευση – αυτή η συνεργία στις αρχές του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική ως προς τη βεβαιότητα που την διακατείχε, φτάνοντας στο σημείο της απόλυτης αποσύνθεσής της, καθώς οι πολιτικές και πολιτισμικές δομές απαλλάχτηκαν από τους ενδοιασμούς τους, με μία ετοιμότητα ισχυρότερη από τη δική της, και την εγκολπώθηκαν∙ αντιστρέφοντας τον σκεπτικισμό και την αμφισβήτηση της συνεργίας αυτής, με τον τρόπο που η ποίηση είχε στις αρχές του εικοστού αιώνα θεαματικά αντιστρέψει τις πολιτικές και πολιτισμικές συμβάσεις, μετατρέποντάς τες σε καύσιμη ύλη. Η όποια υπονόμευση αφορά την ποίηση, τη δοκιμασία και τη διερεύνηση εναυσμάτων μέσω της υπαρξιακής αναίρεσης του ποιητή. 
Η οδύνη, λοιπόν, που προκαλεί το πως η ποίηση διαφεύγει τόσο «αινιγματικά» -αναγκάζοντας έναν ανυπολόγιστο αριθμό ανθρώπων να καταφεύγουν στην κατασκευή ειδώλων της κατά το δοκούν, για να αποθέτουν σε αυτά τις επιθυμίες και τις αντιρρήσεις τους- είναι πιο βαριά και πιο αφόρητη από την οδύνη του κενού που καθιστά τους ανθρώπους αληθινούς∙ η δεύτερη εξάλλου είναι, μακράν,  σημαντικότερη, διότι είναι αναλλοίωτη και παντελώς ανώφελη. Προσεύχεται κανείς γραπτώς σ’ αυτά τα είδωλα για να αποκομίσει τις αποδείξεις εκείνες που συνθέτουν τις προσευχές του: εκεί το προτιμότερο είναι ποιητικώς ανώτερο από το ποιητικό καθώς το ποιητικό όντας απροσέγγιστο καθίσταται ποιητικώς κατώτερο, έως ανώφελο.
Η ποίηση, λέω στον πιθανό αναγνώστη, βρίσκεται μετά το αδιέξοδό της και όχι πριν απ’ αυτό, βρίσκεται μέσα στη ζωή μα δεν κινείται με τη φορά της, διακτινίζεται, όντας μία ακατάπαυστη προθανάτια γνώση που τείνει να επινοήσει την ανυπαρξία της.


Ροσκόφ 7 Αυγούστου - Παρίσι 18 Αυγούστου
2018.


1 «Ο πραγματικός ποιητικός λόγος αδιαφορεί μπροστά στην διαβόητη «ανάσταση», στην περίπτωσή μας δηλαδή, την τεκμηρίωση μίας ποιητικής Φανέρωσης, πολύ απλά γιατί τίποτα δεν έχει πεθάνει, παρά μόνο ο ποιητής. Ο ποιητής (ήτοι η ποίηση) είναι ο Νεκρός (ο αληθινός Φανερωμένος). Το ανήκουστο και αέναο της δυνατότητας Να Είναι.» («Ανάπτυγμα», εκδόσεις Κουκούτσι 2015).
2 «Από την πτώση ως το περιεχόμενο της ποίησης» θραύσμα από την ομιλία παρουσίασης  της ποιητικής σύνθεσης «Άπτερος Νίκη – Μπίζνες – Σφιγξ» που έγινε το 2009, το οποίο δημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο του ποιητή το 2011.

Αρχειοθήκη ιστολογίου