Τόσο με όρους λογοτεχνικής
διερεύνησης όσο και με όρους απήχησης, το φαινόμενο που ονομάζεται Μάλκολμ
Λάουρι είναι ένα ασυνήθες φαινόμενο εν προόδω. Έχει έρθει η ώρα να
παραμεριστούν οι εκδιπλώσεις και οι ιδιοτροπίες του χαρακτήρα, του ανθρώπου,
που αποδείχτηκε κορυφαίος συγγραφέας, και να αναγνωριστούν με σοβαρότητα και
ιεροπρέπεια, το ύφος και οι διαστάσεις της γραφής του.
Το μυθιστόρημα «Σκοτεινά Σαν Τον
Τάφο Όπου Ο Φίλος Μου Κείται» αποτελεί δευτερολογία του «Κάτω Από Το
Ηφαίστειο», δίχως ωστόσο να υπολείπεται ή να εξαρτάται από αυτό. Στο «Σκοτεινά
Σαν Τον Τάφο Όπου Ο Φίλος Μου Kείται» ο Λάουρι συνεργεί σε μία απροσδόκητη
συμφιλίωση με τα μέτρα και τα σταθμά τα οποία τον είχαν σπρώξει στις ηθικές και
αισθητικές εγκαταστάσεις των πραγματοποιήσεών του.
Το «Σκοτεινά Σαν Τον Τάφο Όπου Ο
Φίλος Μου Kείται», κυκλοφόρησε μόλις, σε μετάφραση του Παναγιώτη Χαχή, από τις
εκδόσεις Sestina.
Έχοντας γράψει τον πρόλογο αυτής
της έκδοσης, θα έλεγε κανείς πως θα ήταν προτιμότερο να μην προβώ στη σύνταξη
ενός κειμένου παρουσίασης για αυτό το εξαιρετικό βιβλίο και για την προσεγμένη
του μετάφραση – μα ο πρόλογος αυτός γράφτηκε ακριβώς για τους δύο αυτούς λόγους
και με αυτό το άρθρο δεν κάνω άλλο από το να επιστρέφω σ’ αυτούς, τονίζοντας τη
σημασία τους και τα προτερήματά τους.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με
θέμα την εσωτερική τοπογραφία, ή ορθότερα, ένα μεγάλο κομμάτι του εσωτερικού
χάρτη του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα βιβλίο εκμαιευμένο από τις προσωπικές,
ψυχολογικές και αισθητικές οριοθετήσεις του Μάλκολμ Λάουρι, ένα βιβλίο που
γράφτηκε για να παίξει τον ρόλο της τελείας και της παύλας, καθώς ο συγγραφέας
παλινδρομούσε με τρόπο δραματικό ανάμεσα στην αλκοολική παράνοια και το αίσθημα
συγγραφικής αποτυχίας, στοιχεία τα οποία αμφότερα είχαν επισκιάσει κάθε πτυχή
της πραγματικής του ζωής. Ως εκ τούτου
αυτό το εγχείρημα παρέμεινε ημιτελές, ανεκπλήρωτο, λόγω του πρόωρου θανάτου του
Λάουρι.
Στο βιβλίο, το alter ego του συγγραφέα επιστρέφει
υπό συνθήκες φαινομενικής ανταπόδοσης: εμφανίζεται ως φάσμα μίας συνολικής
αποκατάστασης, η οποία είναι αναγκαία ως ηθική και συναισθηματική υποχρέωση –
ωστόσο, το βιβλίο αυτό δημιουργήθηκε από την εργασία του επιμελητή Ντάγκλας
Ντέι και της χήρας του Λάουρι, οι οποίοι έβαλαν σε τάξη ένα σύνολο επτακοσίων
πενήντα ταλαίπωρων και κιτρινισμένων σελίδων που είχε αφήσει ο μακαρίτης
συγγραφέας πίσω του. Εντούτοις, αυτή η εργασία ήταν αναγκαία, ώστε να διασωθούν
όλα αυτά τα ιδιαιτέρως σημαντικά κείμενα και μαζί μ’ αυτά να ολοκληρωθεί, κατά το
δυνατό, η συνεισφορά του Λάουρι στην αγγλόφωνη λογοτεχνία.
Τυγχάνει να γνωρίζω από πρώτο
χέρι τον τρόπο με τον οποίο ο μεταφραστής του βιβλίου, Παναγιώτης Χαχής,
προσέγγισε το συγκεκριμένο έργο, τον τρόπο με τον οποίο έσκυβε εδώ και χρόνια
πάνω στη σκιώδη παρουσία του Μάλκολμ Λάουρι. Τη σιγή και την επιμονή αυτής της
πορείας, τη θεωρώ σημαντική, θεωρώ σημαντικό πως ο μεταφραστής, μπήκε σ’ αυτή
τη διαδικασία μετάφρασης όχι μόνο για να αποδώσει γλωσσικά αυτό το απίθανο
κείμενο, μα και για να απαγκιστρωθεί, τρόπον τινά, από την περιρρέουσα
παιδαριώδη οπτική με την οποία, εδώ και δεκαετίες, ανταποκρίθηκε το ελληνικό
λογοτεχνικό περίπτερο στην κοσμοδιάσταση του συγγραφέα. Θεωρώ πως πέτυχε τόσο
τη μετάφραση όσο και την απαγκίστρωση. Με κειμενικούς όρους δε, θεωρώ τη
δεύτερη σπουδαιότερη από την πρώτη. Η λογοτεχνία, δηλαδή, σε ετούτη την περίπτωση,
είναι κερδισμένη, αναδεικνυόμενη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις εκείνες που η
ίδια ενέχει, όχι με άλλες. Και αν αυτός ο λίαν προσωπικός τόνος του κειμένου
ξενίσει ορισμένους, θα λάβουν την πρέπουσα επίρρωση μόλις ολοκληρώσουν αυτού
του υπέροχου και σημαδιακού βιβλίου την ανάγνωση.
Παρίσι,
4 Φεβρουαρίου 2018