Αρχική σελίδα Εργογραφία Βιογραφικό Υπό έκδοση Επικοινωνία En/Fr/It/Es

07/03/18

Γιάννης Λειβαδάς: Ο Μάλκολμ Λάουρι μέσα από το ηφαίστειο [Book Press]






















Τόσο με όρους λογοτεχνικής διερεύνησης όσο και με όρους απήχησης, το φαινόμενο που ονομάζεται Μάλκολμ Λάουρι είναι ένα ασυνήθες φαινόμενο εν προόδω. Έχει έρθει η ώρα να παραμεριστούν οι εκδιπλώσεις και οι ιδιοτροπίες του χαρακτήρα, του ανθρώπου, που αποδείχτηκε κορυφαίος συγγραφέας, και να αναγνωριστούν με σοβαρότητα και ιεροπρέπεια, το ύφος και οι διαστάσεις της γραφής του.
Το μυθιστόρημα «Σκοτεινά Σαν Τον Τάφο Όπου Ο Φίλος Μου Κείται» αποτελεί δευτερολογία του «Κάτω Από Το Ηφαίστειο», δίχως ωστόσο να υπολείπεται ή να εξαρτάται από αυτό. Στο «Σκοτεινά Σαν Τον Τάφο Όπου Ο Φίλος Μου Kείται» ο Λάουρι συνεργεί σε μία απροσδόκητη συμφιλίωση με τα μέτρα και τα σταθμά τα οποία τον είχαν σπρώξει στις ηθικές και αισθητικές εγκαταστάσεις των πραγματοποιήσεών του.
Το «Σκοτεινά Σαν Τον Τάφο Όπου Ο Φίλος Μου Kείται», κυκλοφόρησε μόλις, σε μετάφραση του Παναγιώτη Χαχή, από τις εκδόσεις Sestina.
Έχοντας γράψει τον πρόλογο αυτής της έκδοσης, θα έλεγε κανείς πως θα ήταν προτιμότερο να μην προβώ στη σύνταξη ενός κειμένου παρουσίασης για αυτό το εξαιρετικό βιβλίο και για την προσεγμένη του μετάφραση – μα ο πρόλογος αυτός γράφτηκε ακριβώς για τους δύο αυτούς λόγους και με αυτό το άρθρο δεν κάνω άλλο από το να επιστρέφω σ’ αυτούς, τονίζοντας τη σημασία τους και τα προτερήματά τους.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με θέμα την εσωτερική τοπογραφία, ή ορθότερα, ένα μεγάλο κομμάτι του εσωτερικού χάρτη του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα βιβλίο εκμαιευμένο από τις προσωπικές, ψυχολογικές και αισθητικές οριοθετήσεις του Μάλκολμ Λάουρι, ένα βιβλίο που γράφτηκε για να παίξει τον ρόλο της τελείας και της παύλας, καθώς ο συγγραφέας παλινδρομούσε με τρόπο δραματικό ανάμεσα στην αλκοολική παράνοια και το αίσθημα συγγραφικής αποτυχίας, στοιχεία τα οποία αμφότερα είχαν επισκιάσει κάθε πτυχή της πραγματικής του ζωής.  Ως εκ τούτου αυτό το εγχείρημα παρέμεινε ημιτελές, ανεκπλήρωτο, λόγω του πρόωρου θανάτου του Λάουρι.
Στο βιβλίο, το alter ego του συγγραφέα επιστρέφει υπό συνθήκες φαινομενικής ανταπόδοσης: εμφανίζεται ως φάσμα μίας συνολικής αποκατάστασης, η οποία είναι αναγκαία ως ηθική και συναισθηματική υποχρέωση – ωστόσο, το βιβλίο αυτό δημιουργήθηκε από την εργασία του επιμελητή Ντάγκλας Ντέι και της χήρας του Λάουρι, οι οποίοι έβαλαν σε τάξη ένα σύνολο επτακοσίων πενήντα ταλαίπωρων και κιτρινισμένων σελίδων που είχε αφήσει ο μακαρίτης συγγραφέας πίσω του. Εντούτοις, αυτή η εργασία ήταν αναγκαία, ώστε να διασωθούν όλα αυτά τα ιδιαιτέρως σημαντικά κείμενα και μαζί μ’ αυτά να ολοκληρωθεί, κατά το δυνατό, η συνεισφορά του Λάουρι στην αγγλόφωνη λογοτεχνία.
Τυγχάνει να γνωρίζω από πρώτο χέρι τον τρόπο με τον οποίο ο μεταφραστής του βιβλίου, Παναγιώτης Χαχής, προσέγγισε το συγκεκριμένο έργο, τον τρόπο με τον οποίο έσκυβε εδώ και χρόνια πάνω στη σκιώδη παρουσία του Μάλκολμ Λάουρι. Τη σιγή και την επιμονή αυτής της πορείας, τη θεωρώ σημαντική, θεωρώ σημαντικό πως ο μεταφραστής, μπήκε σ’ αυτή τη διαδικασία μετάφρασης όχι μόνο για να αποδώσει γλωσσικά αυτό το απίθανο κείμενο, μα και για να απαγκιστρωθεί, τρόπον τινά, από την περιρρέουσα παιδαριώδη οπτική με την οποία, εδώ και δεκαετίες, ανταποκρίθηκε το ελληνικό λογοτεχνικό περίπτερο στην κοσμοδιάσταση του συγγραφέα. Θεωρώ πως πέτυχε τόσο τη μετάφραση όσο και την απαγκίστρωση. Με κειμενικούς όρους δε, θεωρώ τη δεύτερη σπουδαιότερη από την πρώτη. Η λογοτεχνία, δηλαδή, σε ετούτη την περίπτωση, είναι κερδισμένη, αναδεικνυόμενη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις εκείνες που η ίδια ενέχει, όχι με άλλες. Και αν αυτός ο λίαν προσωπικός τόνος του κειμένου ξενίσει ορισμένους, θα λάβουν την πρέπουσα επίρρωση μόλις ολοκληρώσουν αυτού του υπέροχου και σημαδιακού βιβλίου την ανάγνωση.

Παρίσι, 4 Φεβρουαρίου 2018

06/03/18

Γιάννης Λειβαδάς: Εν γένει ne sutor ultra crepidam [Τσαρλς Μπουκόβσκι] - Literature.gr

https://www.literature.gr/tsarls-mpoykovski-o-kynikos-kynikos-giorgos-lamprakos/

























Γιάννης Λειβαδάς: Εν γένει ne sutor ultra crepidam

Το ότι οι περισσότερες αξιολογικές τοποθετήσεις που προέρχονται από μεταπτυχιακούς, μπλόγκερς και νεοσυντηρητικούς, σχολιαστές, (είτε αυτοί ανήκουν στις τάξεις των «περιθωρίων» είτε όχι) προσβάλλουν παρά ενισχύουν τη λογοτεχνία, είναι κάτι το οποίο δεν φαίνεται να προβληματίζει ιδιαίτερα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα παραμείνει εσαεί ανεπίκριτο.
Την ικανότητα να επικρίνει, να επαινεί ή να μορφοποιεί μία προσωπική άποψη, την έχει σχεδόν οποιοσδήποτε, μα η ικανότητα αυτή πολύ σπάνια πια εγγυάται μία συμφωνία και μία αιτιολόγηση με το κείμενο που κρίθηκε. Και καλό είναι προτού σπεύσει κανείς να αντιδράσει μικροπρεπώς σε αυτή την αλήθεια, να προστρέξει για άλλη μία, τουλάχιστον, φορά, στον κατατοπισμό και τις λογοτεχνικές λειτουργίες που συνάγονται από το κρινόμενο κείμενο, δίχως να εμπλέξει στην κριτική του απόπειρα το σκεπτόμενο είδωλο του εαυτού του, μήτε τις προηγούμενες διατυπώσεις που διευκολύνουν την απροετοίμαστη προσέγγισή του, καθώς δεν διαφέρουν και τόσο από τη δική του επικείμενη εκτίμηση.
Οι διορθωτικές παρεμβάσεις και οι παραινέσεις προς αποκατάσταση στοιχείων και δεδομένων της λογοτεχνίας, τα οποία μέσω σχολιασμών ή εκτενούς κειμενογραφίας, υφίστανται αδικαιολόγητο αποχαρακτηρισμό ή διαστρέβλωση, εντός των ορίων της σούδας της νεοελληνικής γραμματοσύνης∙ συχνά θεωρούνται, αδίκως και αδικαιολόγητα, προσωπικές επιθέσεις ή κακόβουλα στοχευμένες επικρίσεις.   
Εντούτοις αυτές δεν είναι ούτε λογικό ούτε πρέπον να πάψουν, αφού κατά τον προαναφερθέντα τρόπο οι εξεικονίσεις των παραναγνώσεων ή, έστω της μερικότητας ορισμένων επιτυχημένων συγχύσεων, θα καταλήξουν μία ωραία πρωία να εκτοπίσουν το λογοτεχνικό κατατεθειμένο και να το αντικαταστήσουν με έναν πληροφοριακό χυλό – ο οποίος παρουσιάζει, πολλές φορές αφειδώς, σημαντικές επαληθεύσεις, οι οποίες όμως επαληθεύοντας την όποια άποψη, την όποια οπτική, δεν επαληθεύουν την απτή τους σχέση με τα έργα που υποτίθεται πως αγγίζουν.
Πολλά μπορεί να γνωρίζει κανείς, μα αυτό συχνά έχει ως αποτέλεσμα να μην γνωρίζει όσα απαιτούνται, αλλά να γνωρίζει άριστα όλα όσα συμπλέκονται με τον πραγματικό λόγο που τον οδηγεί σε μία αισθητική ή λογοτεχνική διερεύνηση.
Κάθε φορά που το φόντο, το υπόβαθρο (backdrop) της ποίησης ή της πεζογραφίας ανάγεται σε λογοτεχνικό θεμελίωμα ή ουσιώδες διακριτικό του ήθους ή του ύφους ενός έργου, αποδεικνύεται, με τρόπο δραματικό, πως το κείμενο δεν έχει δεχθεί ανάγνωση, μα περιήγηση, και μάλιστα επιφανειακή.
Κατά τρόπο πρόχειρο, γιατί δεν έχω τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο ώστε να προεκταθώ, θα παραθέσω εδώ ένα ακόμη προχειρότερο, μα λίαν ικανοποιητικό παράδειγμα με αφορμή μία πολύ πρόσφατη εργασία για έναν Αμερικανό λογοτέχνη σε τυχαία μα χαρακτηριστική συνάρτηση με έναν σχολιασμό που δημοσίευσα στο προσωπικό μου ιστολόγιο το 2013:
“Προχείρως για τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, επί του προσαφθέντος κυνισμού (6-5-2013)
Η εύκολη λύση, επιλογή, στην οποία θα προβεί ο νεοέλληνας σχολαστικός, είναι να χαρακτηρίσει τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, εκφραστή του βρόμικου ρεαλισμού, αντιδραστικό ή  κυνικό. Οι δύο πρώτες περιπτώσεις έχουν τεκμηριωμένα ακυρωθεί, μένει εκείνη του «κυνικού», σχετικά με την οποία είχε δηλώσει ο ίδιος:
«I've always been accused of being a cynic. I think cynicism is sour grapes. I think cynicism is a weakness. It's saying "everything is wrong! EVERYTHING IS WRONG!" You know? "This is not right! That is not right!" Cynicism is the weakness that keeps one from being able to adjust to what is occurring at the moment. Yes, cynicism is definitely a weakness, just as optimism is. "The sun is shining, the birds are singing -- so smile." That's bullshit too. The truth lies somewhere in between. What is, just is. So you're not ready to handle it...too bad.»
Οι όποιες εκλεπτύνσεις της ποίησής του, οι οποίες ήταν ελάχιστες, διαπνέονταν από μία στωική διάθεση, έναν πρόδηλο ρομαντισμό και έναν πολυμερή  υπαρξιακό σάλο. Σε ένα από τα πεζά του έργα δεν είχε παραλείψει εξάλλου να σημειώσει πως ο κυνισμός ήταν χαρακτηριστικό της πραγματικότητας, όχι της δικής του υπόστασης («Η Απουσία του ήρωα»).
Ο Μπουκόβσκι, συνεπώς, είναι δίκαιο να χαρακτηριστεί στωικός και άδικο έως άκυρο να χαρακτηριστεί κυνικός - στον βαθμό πάντοτε που κάθε εμφόρηση είναι δυνατό να απορρέει απευθείας από μία φιλοσοφική κληρονομιά. Η στάση του Μπουκόβσκι, όπως και των περισσοτέρων σύγχρονων λογοτεχνών, δεν φέρει υποχρεωτικά έναν συσχετισμό πλήρη και άμεσο με τις πρωτότυπες εκφάνσεις των ιδεών που καθόρισαν περισσότερο ή λιγότερο τον τρόπο γραφής του και τον τρόπο σκέψης του.
Όλα σχεδόν τα τυπικά και τα άτυπα στοιχεία της μπουκοβσκικής θέσης, εξορύσσονται από την ιδέα της Ειμαρμένης∙ η οποία μάλιστα αποδίδεται σε έναν βαθμό, θα έλεγε κανείς, απολυτότητας: η θειότητα προσκρούει στα κράσπεδα, η εγκοσμιότητα αναλήπτεται. Ο στωικισμός του Μπουκόβσκι, έστω ως απομεινάρι της σχολής των στωικών, είναι αδιαφιλονίκητος.
Όπως αρμόζει σε κάθε λογοτέχνη, λοιπόν, οι μελετητές, οι κριτικοί, καθώς και οι αρθρογράφοι, οφείλουν να διαχωρίζουν τις ποιότητες της λογοτεχνικής βούλησης από εκείνες της κειμενικής αποτύπωσης, ή σε κάποιες πιο σπάνιες περιπτώσεις, να τις αντιπαραβάλλουν. Ένας ποιητής, ένας συγγραφέας, ο οποίος καταγράφει την κυνικότητα της ζωής, δεν είναι κατ’ ανάγκη κυνικός, ακριβώς όπως εκείνος που καταγράφει τη βλοσυρότητα της ζωής δεν είναι κατ’ ανάγκη βλοσυρός.”
Επιπλέον θα αδράξω την ευκαιρία να υπογραμμίσω πως, ο Μπουκόβσκι δεν έγραψε ποιήματα και πεζά έχοντας τις θεματικές: «έρωτας και σεξ, αλκοόλ και άλλες ουσίες, γραφή και λογοτεχνική αναγνώριση, βία και περιθωριοποίηση, φτώχεια και μοναχικότητα, δουλειές του ποδαριού, ιππόδρομος κ.ά.»(!;) μα έχοντας ως θέματά του, την αλλοτρίωση, τη μοναξιά, την αποκτήνωση, τον ευτελισμό των ιδεών, την ιστορική και κοινωνική παρακμή, όπως επίσης τη μεταφυσική της καθημερινότητας και την ιερότητα της ανθρώπινης διάνοιας.
Ο Μπουκόβσκι έδωσε ένα στίγμα κυνισμού, το οποίο όμως ήταν περιπτωσιακό και βραχύβιο, σε ορισμένα από τα ποιήματα που έγραψε πριν από το 1965, όπως και στη νουβέλα «Ταχυδρομείο.»
Μία ακόμη απόκριση του ιδίου, σε κάποια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις (1990), τον τοποθετεί τόσο μακριά από τον κυνισμό, όσο τοποθετεί ο πολικός πάγος το ζαχαροκάλαμο:
«To me, creation is just a reaction to existence. It’s almost, in a sense, a second look at life… a rather elated feeling occurs, or a warmth, or a healing process, or all three, and maybe some more things, depending. Mostly when I write something that works for me, I get a very high feeling of good luck… Creation is one hell of a marvelous miracle, as long as it lasts.»
Αμβλύνσεις και παρερμηνείες που τείνουν να εξωραΐσουν τις σημασιολογικές και εννοιολογικές τους αδυναμίες λογοπαίζοντας με τις απτές σημασίες και τις έννοιες της λογοτεχνίας, δεν εμφανίζονται για πρώτη φορά, και θα συνεχίσουν να εμφανίζονται, όσο η λογοτεχνία θα αντιμετωπίζεται ως καλόβολο αντικείμενο ενδιαφέροντος.
Σε ποιο αισθητικό και λογοτεχνικό πλαίσιο εντασσόταν ο Μπουκόβσκι, έχει απαντηθεί πολλάκις από τον ίδιο καθώς και από τους δύο σοβαρούς βιογράφους του και από τους τρεις σημαντικούς μελετητές του∙ και οι απαντήσεις αυτές δεν είναι τόσο ευχάριστες για τους περισσότερους Έλληνες μα και Αμερικανούς «οπαδούς» του.
Οι συναισθηματικές και  κοινωνικοφανείς αναφορές του, υποτιθέμενου, λογοτεχνικού περιθωρίου, κοινώς ονομαζόμενο «άντεργκρουντ», ήταν δε, τόσο άστοχες, επιδερμικές και ανούσιες που ουκ ολίγοι, ανάμεσά τους και ο Μπουκόβσκι, φρόντισαν να απομακρυνθούν όσο το δυνατό περισσότερο από την, αναγκαστική, εμπειρία που έτυχε να έχουν με αυτόν τον χώρο – και η εμπειρία τους αυτή δεν βασίστηκε παρά στην  προσφορά δημοσιεύσεων και εκδόσεων την περίοδο που λογοτέχνες όπως ο Μπουκόβσκι βίωναν την πλήρη απαξίωση και αδιαφορία από το ευρύτερο κριτικογραφικό και εκδοτικό στερέωμα.
Εδώ, αξίζει να αναφέρω πως η περίφημη εκείνη «δήλωση» του Ζαν Πολ Σαρτρ και του Ζαν Ζενέ, καθώς κι εκείνη του Χένρι Μίλερ, για τη σπουδαιότητα του ποιητή Μπουκόβσκι, ήταν στημένες, ψεύτικες, και γράφτηκαν αντίστοιχα από τον Τζον Γουέμπ και τον Καρλ Βάισνερ, οι οποίοι ήταν εκδότες του αμερικανικού και του γερμανικού «άντεργκραουντ», για να καταφέρουν να προωθήσουν με κάποια σχετική ευκολία τα βιβλία του.
Μία βιβλιοκριτική, λοιπόν, υπό την παρούσα συνθήκη, με τον κυνισμό να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά αυτού του βιβλίου, δεν μπορεί να υπάρξει – εκτός και αν οι βιβλιοκριτικές γίνονται με τα μάτια κλειστά και τα βιβλία αδιάβαστα.
Προσωρινώς, σταματώ εδώ, προσθέτοντας πως με αυτό το άρθρο δεν επιθυμώ να βλάψω ή να θίξω τον άνθρωπο που προέβη σε έναν άστοχο,   και ουσιαστικώς ολικό, συσχετισμό του Αμερικανού λογοτέχνη με τον κυνισμό, ή να απαλείψω τον κόπο που απαιτήθηκε για την περάτωση της εργασίας του. Δεν με ενδιαφέρουν όμως τα πρόσωπα, καθώς είναι θαρρώ πρόδηλο, μα η λογοτεχνία. Με όσα καταγράφω, εκθέτω, έστω περιορισμένα, τη βάση μίας τοποθέτησης η οποία πηγάζει από τα έργα του Μπουκόβσκι και ουδόλως από το πανόραμα κάποιας παρεμβατικής ή επιδερμικής περιήγησης στις αράδες των βιβλίων του∙ όπως τόσο συχνά και συχνότερα συμβαίνει τελευταία με δημοσιεύματα και βιβλία όπου σχολιάζονται, ξένοι κυρίως, ποιητές και πεζογράφοι, μα ακόμη και ολόκληρες λογοτεχνικές σχολές.
Και αυτό, διότι ετούτη η τόσο πρόσφατη περίσταση έρχεται να αποδώσει στον εισαγωγικό σχολιασμό αυτού το κειμένου, (ο οποίος θεματικά την υπερβαίνει), μία ισχυρή δόση, λογοτεχνικής, δικαιοσύνης.


Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Αμερικανό λογοτέχνη:
[Ο ποιητής Τσαρλς Μπουκόβσκι]
[Τσαρλς Μπουκόβσκι, οι αποδόσεις]
[Η απουσία του ήρωα]




Αρχειοθήκη ιστολογίου