Γιώργο Μανιάτη, αιωνία σου η
μνήμη. Όσο ζούσες ήσουν ο σημαντικότερος νεοέλληνας πεζογράφος∙ τώρα που
πέθανες είσαι δύο φορές ο σημαντικότερος νεοέλληνας πεζογράφος (Λεγεώνα, Μίδας, Αντικείμενο).
Είτε αναμένοντας και λοιδορώντας την αυγή, είτε το δείλι, με εκείνες τις φιάλες του ουίσκι∙ μα και στις ενδιάμεσες ώρες εκείνων των ημερών, που συγκρότησαν μία τετραετία, εξίσου χαμένη και κερδισμένη, εάν κανείς αναλογιστεί και τα έτερα γεγονότα που αμφότερους μάς απασχόλησαν: μετά από το μάζεμα του νεκροσέντονου εκλύεται η ευωδιά εκείνων των ξινόμηλων με τα οποία τη βγάλαμε καθαρή, ξεμεθώντας μα και σιωπώντας υπό μία απλώς έννοια, μετά από αμέτρητες ώρες συζητήσεων και διαξιφισμών, στο λιμάνι της Καλαμάτας, στο λιμάνι του Πειραιά, στο κέντρο της Αθήνας – στα μαγαζιά από τα οποία επανειλημμένως μας έδιωξαν μα επιστρέψαμε επίμονα σ’ αυτά, άνοιγμα της μύτης και του κεφαλιού και του πνεύματος με αθώες γροθιές. Υποδοχή καμιά, για τίποτα, μολονότι η τέρψη μιας άκρως εξαρτημένης υπόθεσης έκανε στο εξής τις λέξεις να μην μπορούν να σπάσουν το φράγμα της πρώτης σελίδας. Στο γράμμα που σου έστειλα από το Λαράς, μου απάντησες με μία άδεια κόλλα χαρτί που είχε κάτω δεξιά μια μπλε τελεία. Την τελευταία φορά η ζωή μάς έκανε τη χάρη να παριστάνουμε τους κουτούς που είχαν δύο χρόνια να ιδωθούν, μέσω μιας δανεικής τηλεφωνικής κλήσης από τα περίχωρα της Ναυπάκτου: ἐν ἐμοὶ αὕτη ἡ ἠχὴ τούτων τῶν λόγων βομβεῖ…
Είτε αναμένοντας και λοιδορώντας την αυγή, είτε το δείλι, με εκείνες τις φιάλες του ουίσκι∙ μα και στις ενδιάμεσες ώρες εκείνων των ημερών, που συγκρότησαν μία τετραετία, εξίσου χαμένη και κερδισμένη, εάν κανείς αναλογιστεί και τα έτερα γεγονότα που αμφότερους μάς απασχόλησαν: μετά από το μάζεμα του νεκροσέντονου εκλύεται η ευωδιά εκείνων των ξινόμηλων με τα οποία τη βγάλαμε καθαρή, ξεμεθώντας μα και σιωπώντας υπό μία απλώς έννοια, μετά από αμέτρητες ώρες συζητήσεων και διαξιφισμών, στο λιμάνι της Καλαμάτας, στο λιμάνι του Πειραιά, στο κέντρο της Αθήνας – στα μαγαζιά από τα οποία επανειλημμένως μας έδιωξαν μα επιστρέψαμε επίμονα σ’ αυτά, άνοιγμα της μύτης και του κεφαλιού και του πνεύματος με αθώες γροθιές. Υποδοχή καμιά, για τίποτα, μολονότι η τέρψη μιας άκρως εξαρτημένης υπόθεσης έκανε στο εξής τις λέξεις να μην μπορούν να σπάσουν το φράγμα της πρώτης σελίδας. Στο γράμμα που σου έστειλα από το Λαράς, μου απάντησες με μία άδεια κόλλα χαρτί που είχε κάτω δεξιά μια μπλε τελεία. Την τελευταία φορά η ζωή μάς έκανε τη χάρη να παριστάνουμε τους κουτούς που είχαν δύο χρόνια να ιδωθούν, μέσω μιας δανεικής τηλεφωνικής κλήσης από τα περίχωρα της Ναυπάκτου: ἐν ἐμοὶ αὕτη ἡ ἠχὴ τούτων τῶν λόγων βομβεῖ…
Από το φιλικό και τρεμάμενο χέρι
μου.
Χαιρετώ σε.
Γ. Λ.
*[Μανιάτης, Λειβαδάς: https://livadaspoetry.blogspot.fr/2012/03/2001.html]