Μία συνέντευξη με αφορμή τα «Κενά
Τεκμαιρόμενα», έκτασης 4500 λέξεων, για τα ιδρυθέντα και τα αναποκάλυπτα.
Γιάννη, μίλησε μας λίγο για την τελευταία σου ποιητική
συλλογή, η εντέκατη αν μετρώ σωστά, που εκδόθηκε στην Ελλάδα. Για κάποιον
αναγνώστη που μέχρι τώρα δεν γνώριζε το έργο σου, ποιά πιστεύεις ότι θα ήταν
μια καλή εισαγωγή σε αυτό; Θα μπορούσες να προτείνεις έναν «οδηγό ανάγνωσης»
για την ποίησή σου;
Ας πούμε καλύτερα, βιβλία
ποίησης, εφόσον δεν πρόκειται μόνο για ποιητικές συλλογές, αλλά και για
εκδόσεις που περιέχουν ένα και μόνο έργο. Όταν μιλάμε για τα «Κενά
Τεκμαιρόμενα» μιλάμε για ένα νέο είδος, του οποίου οι διαστάσεις δεν είναι
ακόμη γνωστές∙ δημιουργία νέου περιεχομένου. Πρόκειται, δηλαδή, για μία περαιτέρω
υλοποίηση της ιδέας της οργανικής
αντιμετάθεσης, η οποία είναι αυτό που γίνεται.
Για τους αναγνώστες, δεν
έχω να πω τίποτα το βοηθητικό, καθένας εισάγεται και εξάγεται με τον τρόπο που
επιλέγει ο ίδιος.
Παρακολουθείς την πρόσφατη ποιητική παραγωγή, τόσο στην
Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πως θα την χαρακτήριζες και πώς θα ενέτασσες τη
δική σου παρουσία;
Δεν υπάρχει τόση ποιητική
παραγωγή, όση εκδοτική. Ποσοτικά, η ποίηση είναι λίγη, πάντοτε ήταν λίγη, σε
αντίθεση με τις εκδόσεις. Εδώ τίθεται, αν θες, ένα ζήτημα, που μπορεί να είναι τόσο
διευκολυντικό όσο και παρεμποδιστικό. Η ποίηση, τελικώς, είναι εκείνο στο οποίο
ασκούνται οι ποιητές ή αυτό που θεωρεί οποιοσδήποτε άλλος πως είναι; Το χιούμορ που
εφαρμόζει η πραγματικότητα στον άνθρωπο, είναι καταπληκτικό.
Θα μπορούσα να μιλήσω, ας
πούμε, γι’ αυτό το χιούμορ. Η αίσθηση παρουσίας που έχω για τον εαυτό μου, δεν
είναι δική μου. Είναι δική του. Η δική μου δεν αφορά τον εαυτό μου.
Στην Ελλάδα τουλάχιστον, παρόλη την οικονομική κρίση,
εξακολουθεί να καταγράφεται εκδοτικός πληθωρισμός –με κάποιες εκτιμήσεις να
μιλούν για 500-600 ποιητικά βιβλία κατ’ έτος. Σημείο των καιρών; Σημείο
εκδημοκρατισμού της έκφρασης πέραν των παλαιότερων εκδοτικών στεγανών; Ή
πρόκειται για φαινόμενο που πλήττει ενδεχομένως την ποιότητα της γραφόμενης
ποίησης αλλά και της πρόσληψής της;
Αυτό το έχω εξαντλήσει
εντός δοκιμίων. Εν πάση περιπτώσει, το εμπόριο του βιβλίου, κατάφερε μέσα στις
τελευταίες δεκαετίες να λειτουργεί και ενάντια στην τέχνη του λόγου, στην τέχνη
της γραφής. Το βιβλίο είναι οπωσδήποτε εμπορεύσιμο, η ίδια η ποίηση διακινείται
μέσω του εμπορίου, εντούτοις η λογοτεχνία, στο σύνολό της, είναι πολύ λιγότερη
από τα βιβλία που κυκλοφορούν. Αυτή η φιλοκέρδεια, η οποία δεν είναι
απαραιτήτως οικονομικής φύσεως, έχει δημιουργήσει ένα σύστημα πληροφόρησης,
χρησιμοποιεί τους δικούς της ανθρώπους, τους δικούς της αρθρογράφους, κριτικούς,
δοκιμιογράφους, κριτές, κτλ. Πρόκειται
για έναν εκδημοκρατισμό της χυδαιότητας, ο οποίος λειτουργούσε ήδη σε άλλους
τομείς και σε άλλα πεδία ενδιαφερόντων.
Η ποίηση, η λογοτεχνία,
μπορεί να μην πλήττεται, σταδιακά όμως, παραγκωνίζεται ώστε να αντικατασταθεί
κάποια στιγμή από εκείνο που θα εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες αυτού του
φαινομένου.
Ο 20ος αιώνας σημαδεύτηκε αν μη τι άλλο από μία
δέσμη πρωτοποριών που συντάραξαν –τουλάχιστον ως προς
τη μορφή και τους προσανατολισμούς– την ποιητική δημιουργία. Τι έχει απομείνει
από αυτές τις προσπάθειες; Υπάρχει χώρος στον 21ο αιώνα για αναλόγου
μεγέθους ριζικά κινήματα ανανέωσης;
Πριν απαντήσω, θα ήθελα
να προχωρήσω σε μία διευκρίνηση. Όταν μιλάμε για κινήματα στη λογοτεχνία,
οφείλουμε στο εξής να αναγνωρίσουμε πως ο όρος «κίνημα» είναι μάλλον
λανθασμένος. Πέραν τούτου, μία μεγάλη μερίδα των νεότερων οι οποίοι
φαντασιώνονται την ποίηση ως ιδεολογικό στάβλο, συγχέουν τον λογοτεχνικό όρο με
τον ιδεολογικό. Ακριβώς γι’ αυτό, αν θες,
φαίνεται πως θα είναι δύσκολο ή ακατόρθωτο να δημιουργηθούν, από την
πλευρά των «σύγχρονων κινημάτων» νέα φαινόμενα με περιεχόμενο, διότι νέα
φαινόμενα δίχως περιεχόμενο έχουν ήδη δημιουργηθεί, δημιουργούνται, και ευδοκιμούν.
Θεωρώ πως η ποίηση του
εικοστού αιώνα, παραμένει, ως επί το πλείστον, ανεκμετάλλευτη, ή καλύτερα,
ανερμήνευτη. Πολλοί από τους νεότερους, μα και ουκ ολίγοι από τους
παλαιότερους, καταπιάστηκαν με την «κριτική» δίχως να έχουν εντρυφήσει σε έργα
και κατευθύνσεις, ή άλλοι, αρκέστηκαν στα μισόλογα που διδάχθηκαν στο
πανεπιστήμιο. Αυτή η προχειρότητα σχημάτισε έναν χρονικό, διανοητικό, λάκκο,
μέσα στον οποίο και έπεσαν. Εφόσον δεν αναγνωρίζουν το παρελθόν της, δεν είναι
δυνατόν να προσεγγίσουν το παρόν και το μέλλον της.
Σήμερα, ο σκοπός (τους) δεν
είναι να δημιουργείται ποίηση, είναι να παρουσιάζονται οι υστερήσεις και οι εμμονές
ως ποίηση∙ ακριβώς επειδή η ποίηση δεν είναι αυτό που νομίζουν πως είναι. Η
ποίηση δεν είναι αυτό που ήταν και δεν θα είναι αυτό που είναι σήμερα.
Διακρίνω μία πρωτοποριακή
οπισθοδρόμηση. Υποχρεούμαι ξανά να διαχωρίσω το γενικευμένο φαινόμενο από την
τέχνη της γραφής. Σαφώς η ποίηση λειτουργεί και ανανεώνεται, αυτό όμως απασχολεί
όλο και λιγότερους. Πιστεύω πως η ποίηση θα αυτοπραγματωθεί όταν δεν θα
απασχολεί πια κανέναν. Πως θα κορυφωθεί όντας είδος εξαφανισμένο καταμεσής της
εκδοτικής της υπεπληθώρας και χρησιμολαγνείας.
Ζούμε δεκαετίες πλέον σε κοινωνίες στις οποίες τον κυρίαρχο
τόνο δίνουν οι αξίες της οικονομίας, της κατανάλωσης, της ξέφρενης επέκτασης
της τεχνολογίας. Ποιος πιστεύεις ότι είναι πλέον ο χώρος της σχέσης μεταξύ της
ποίησης και της πνευματικής διάστασης του ανθρώπου; Υπάρχει κατά τη γνώμη σου
πια ιερότητα των πραγμάτων; Έχει θέση στην εποχή μας η ενορατική λειτουργία της
ποίησης, ο ποιητής ως οραματιστής και άραγε τίνος οράματος;
Δεν καταλαβαίνω γιατί η
ποίηση, οι ποιητές, θα πρέπει υποχρεωτικά να αφομοιώσουν τις κατευθύνσεις που
επέλεξε η παγκόσμια κοινωνία να ακολουθήσει. Πιστεύω πως οι ποιητές δημιουργούν
άλλες. Τελείως διαφορετικές. Χώρος, δε, που συντίθεται από την ποίηση και την
πνευματική διάσταση του ανθρώπου, δεν πιστεύω πως υπάρχει. Η πνευματική
διάσταση είναι ένα εκπληκτικό παντοπωλείο ριψοκίνδυνων αλλά και ανώδυνων αποφάσεων,
η ποίηση βρίσκεται μετά το δέος της λήψης τέτοιων αποφάσεων.
Εν συντομία μπορώ να πω
ότι η ύπαρξη της ποίησης αποτελεί απόδειξη μίας ιερότητας – σύμφωνα πάντοτε με
εκείνη την διατύπωση που έκανα το 2007 πως «ιερό είναι εκείνο που γονατίζει την
ανθρώπινη συνθήκη», όχι αλλιώς – καθώς και μίας ενόρασης, οι οποίες είναι
σχεδόν το ίδιο πράγμα: δεν μεσολαβούν υπέρ του ποιητή μήτε τον υποστηρίζουν, τον
εξωθούν.
Ο ποιητής, δηλαδή, για να
το παρουσιάσω κάπως απλοποιημένα, διαθέτει θέση,
όντας σε πλήρη διάσταση με αυτόν διαθέτει υπόθεση, διάθεση, αντίθεση, πρόθεση
κτλ. Δεν ξέρω αν είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά για να μιλάμε γι’ αυτό, έχει
περάσει ήδη μία δεκαετία από τότε που εξέφραζα τα περί θέσης ενόσω βρισκόμουν στην Αθήνα. Όπως και να ‘χει, το αδιανόητο
φαινόμενο της ύπαρξης θέσης, τον
καθιστά ποιητή. Ακριβώς επειδή λειτουργεί μεταφυσικά – ακυρώνει δηλαδή τις συγκρίσεις, τις
προστριβές, την εύκρατη, όπως την ονομάζω, συγκίνηση – αποτελεί μία βούληση η
οποία εξαντλείται μεταξύ χρόνου και ύπαρξης∙ η θέση του δεν εντοπίζεται
πουθενά. Είναι απείρως καταδικασμένη να είναι αδιάκοπα εξελισσόμενη. Η θέση του
ποιητή είναι γεγονός ακριβώς επειδή είναι ανεντόπιστη, είναι κενή.
Παλαιότερα, η ποίηση και οι τέχνες γενικότερα στο δυτικό
κόσμο, άντλησαν στοιχεία από τις άλλες μεγάλες παραδόσεις (πχ Κίνα, Ιαπωνία).
Σήμερα, σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλέον πολιτισμό, μετά την πτώση της επιρροής
των μεγάλων φιλοσοφικών και θεολογικών συστημάτων, τι θα μπορούσε κατά τη γνώμη
σου να τροφοδοτήσει ανανεωτικά τη λειτουργία της ποίησης;
Τότε ο κόσμος ήταν ακόμη
νέος και κάπως μεγαλύτερος. Τον όρο «παγκοσμιοποιημένος» δεν τον αναγνωρίζω και
δεν του προσδίδω ουδεμία αξία. Είναι μάλλον ένας ακόμη επιθετικός προσδιορισμός
του ανθρώπινου παραλογισμού. Αυτός ο παραλογισμός, όντας χυδαίος και βέβαιος
για την αξία και την ιδιαιτερότητά του, διατείνεται
πως η φωνή υπερβαίνει τη διάνοια, πως τα κοινωνικά φαινόμενα είναι πιο
σημαντικά από τα πνευματικά, πως το λευκασμένο είναι προτιμότερο από το λευκό,
πως το μικρόφωνο, τα φώτα και οι πιθηκισμοί σε καθιστούν ποιητή. Όπως
καταλαβαίνεις, στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για παιδικότητες, στη
χειρότερη για πωρώσεις διαφωτισμένων θηλαστικών.
Έχοντας μιαν ικανή εποπτεία της ποίησης στην ιστορική και
πολιτισμική διαχρονία της –τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο και στην σινοϊαπωνική
παράδοση-, πιστεύεις ότι οι μεγάλες μεταφυσικές παραδόσεις διαχωρίζουν και την
αντίστοιχη ποιητική δημιουργία ή ότι η ποίηση αποτελεί μια καταληκτήρια κοινή
κοίτη;
Το δεύτερο. Οι όποιες
διαφορές, όσο σημαντικές και αν είναι, αποτελούν φαινόμενα μικρότερης αξίας σε
σχέση με τον εννοιακό, τον πνευματικό άξονα, που τις συνδέει.
Ας μη ξεχνάμε όμως ότι
αυτό που τιμάται ως ιστορικο-πολιτισμική συνέχεια, είναι απλώς τα όσα πιστεύει
κανείς πως πρέπει να διαδοθούν, να γραφτούν, υπό μία ορισμένη δοκούμενη σκοπιμότητα.
Και αυτά εξαρτώνται από την επιλογή εκπροσώπου∙ ο οποίος όσο πιο άσχετος είναι με το
αντικείμενο τόσο καλύτερα το εκπροσωπεί – ακριβώς όπως γίνεται με την τρέχουσα
λογοτεχνική και αισθητική παραγωγή, καθώς και με την τρέχουσα κριτική, οι οποίες
φέρουν το ίδιο κολάρο και το ίδιο λουρί.
Μπορεί κατά τη γνώμη σου η σύγχρονη ποίηση να καταστεί
ανατρεπτική, «επικίνδυνη», απέναντι στον
κατεστημένο τρόπο ζωής και τις αξίες του; Ή έχει μήπως υποδουλωθεί αναπότρεπτα
στο εμπορικό κύκλωμα παραγωγής-κατανάλωσης; Τι μένει να προσφέρει πια στον
σύγχρονο άνθρωπο;
Η ποίηση δεν ήταν και δεν
είναι παρά επικίνδυνη. Η «επικινδυνοποιημένη ποίηση» όμως, είναι υποδουλωμένη στο υπάρχον κατεστημένο. Αποτελεί εσωτερικό της αντίθετο,
τα δύο αντίθετα, τρέφουν, συντηρούν, το ένα το άλλο. Η ποίηση είναι διαφορά, προς καθετί υφιστάμενο ή τελειωμένο.
Εντούτοις, σήμερα καλή ή
ιδιαιτέρως καλή, θεωρείται ευρύτερα η ποίηση η οποία επιστεγάζει την παρούσα
πραγματικότητα, η ποίηση η οποία φέρει το αξιολογικό αντίκρισμα της κοινωνίας
ως έχει. Ο «αναγνώστης» και ο «ποιητής» προσυπογράφουν ο ένας την κατάσταση του
άλλου, μοιράζονται την ίδια κατάσταση. Πρόκειται
για μακάβριο αστεϊσμό. Η ποίηση είναι άλλη. Εν πάση περιπτώσει, η ποίηση δεν
σχετίζεται με την αβελτηρία.
Υπάρχει πια αναγνωστικό κοινό για την ποίηση; Ή έχει
περιοριστεί πλέον –μαζί με τις υπόλοιπες παραδοσιακές τέχνες- σε μια αυστηρά
εσωστρεφή διαδικασία που αφορά μόνο την «συντεχνία;» Πώς θα ονειρευόσουν εσύ
τον ιδανικό αναγνώστη σου;
Έχω τοποθετηθεί ήδη∙
αναγνώστης της ποίησης είναι οποιοσδήποτε μπορεί να ολοκληρώσει μία ανάγνωση,
να ανεχθεί το δημιουργημένο κείμενο, δηλαδή να προβληματιστεί με το ποιητικό
συμβάν. Εφόσον κάτι τέτοιο υπάρχει. Γιατί συνήθως δεν υπάρχει. Αναρίθμητοι
τυπικοί αναγνώστες, επηρεασμένοι από την ανεξαίρετη εκδοτική δραστηριότητα και
την υποτυπώδη βιβλιοκριτική, περνούν το κατώφλι των εκδόσεων γιατί απλά το
περνούν πλέον σχεδόν όλοι.
Συντεχνία ποιητών δεν
υπάρχει, ποτέ δεν υπήρξε. Όσο για την εσωστρέφεια, εάν μιλάμε για το ίδιο
πράγμα, για τον αισθητικό αυτισμό, αυτός έχει επιβληθεί παντού ως τυπική
αριστεία.
Προσωπικά δεν ονειρεύομαι τίποτα.
Μετά από σχεδόν 20 ποιητικές συλλογές –πέραν της
μεταφραστικής και δοκιμιακής σου εργασίας- ποια είναι πλέον τα πεδία που
τροφοδοτούν τη δημιουργία σου; Υπάρχει για εσένα το ζήτημα της κόπωσης, της
εξάντλησης της έκφρασης;
Δεν είναι είκοσι
ποιητικές συλλογές, είναι εκδόσεις, από συλλογές μέχρι πλακέτες. Είναι τα
δημοσιοποιημένα στάδια μίας πορείας, τα οποία δεν εκδόθηκαν πάντοτε σε
χρονολογική σειρά, εφόσον μέχρι πρότινος επέλεγα να δίνω κείμενα προς
δημοσίευση στη βάση του κατά πόσο ήθελα
να παραμένουν ανέκδοτα. Η δημιουργία τροφοδοτείται από τη ζωή, την
καθημερινότητα, καθετί που διαφεύγει είναι σημαντικό. Κόπωση δεν μπορεί να
υπάρξει γιατί δεν υπάρχει στόχος ούτε σκοπός.
Σχετικά με την πιθανότητα
εξάντλησης της ποιητικής έκφρασης, δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω. Η ποιητική
έκφραση, σε όλη την έκταση των βαθμίδων της, είναι το πρώτο βήμα, αν θες, το
οποίο οφείλει κανείς να ολοκληρώσει για να προχωρήσει στην ποίηση, αυτό
πιστεύω. Και αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει το ποιόν όσων λέω. H
έκφραση πλαισιώνει
ένα πρώτο στάδιο προσέγγισης του ποιητικού λόγου, όπου οι γράφοντες
φαντασιωποιούνται σε προκαταρκτικές ενέργειες, όπου η ζωή καθορίζεται ακόμη από
μία πολικότητα, τα δύο άκρα ενός πλέγματος συνειδητών υποχωρήσεων δηλαδή, οι
οποίες εμφανίζονται για να καταστραφούν, όχι για να καλλιεργηθούν. Το σύνηθες
βέβαια είναι η καλλιέργεια, η αναβάθμισή τους, δημιουργώντας την καλύτερη
πιθανή ποίηση που μπορούν να προσφέρουν, η οποία γίνεται είτε άμεσα δημοφιλής,
είτε άμεσα αποδεκτή – γιατί οι γράφοντες και οι αναγνώστες είναι ίδιοι:
προστατεύονται από τις τιμωρίες και τους βασανισμούς που καθορίζουν την
τερατολογία των φανατισμών τους.
Εφόσον ερωτώμαι, απαντώ
πως ούτε εκφράζω κάτι ούτε εκφράζομαι, υποψιάζομαι πως διαβιβάζω, μεταγλωττίζω
όσα στοιχεία είμαι σε θέση να συλλαμβάνω μέσω της διαφοράς στην οποία υπόκειμαι.
Έχοντας στις αποσκευές σου μια γόνιμη και πολυσχιδή πορεία
στην ποίηση, τι έχει αλλάξει πια στον τρόπο δουλειάς σου; Θα μπορούσες να μας
δώσεις λίγα στοιχεία;
Ξεκίνησα από πεζά
σχεδιάσματα, πέρασα στο σονέτο, επινόησα το λεγόμενο «σύμμεικτο σονέτο» το
οποίο πλέον καταχωρίζεται σε μελέτες που αφορούν το αντικείμενο. Κατόπιν είχα
μεγάλο ενδιαφέρον για τα χάικου με τα οποία ασχολήθηκα επισταμένως μέχρι που
πάτησα τα τριάντα, τα τριάντα δύο, ίσως, δεν θυμάμαι ακριβώς. Στη διάρκεια της
ίδιας περιόδου άρχισε να με ενδιαφέρει το ύφος σε αντιδιαστολή προς το
περιεχόμενο. Λίγο μετά το 2000 ξεκίνησα να συγκεκριμενοποιώ σταδιακά την ιδέα
της οργανικής αντιμετάθεσης, η οποία
λειτούργησε, εφαρμόστηκε, ως είχε, μέχρι το 2014-15. Κατόπιν η οργανική αντιμετάθεση εξελίχθηκε σε κάτι
το οποίο εξακολουθεί να δημιουργείται και για το οποίο δεν έχω να πω πολλά. Βρίσκομαι
εξάλλου ακόμη στην αρχή. Εντός Ελλάδας όλα αυτά θεωρούνται άνευ σημασίας και
ανάξια λόγου, συνεπώς δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα.
Απ’ όσο γνωρίζουμε κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα στη Γαλλία μία
συλλογή σου με ποιήματα της περιόδου 1997-2011, η οποία προστέθηκε στον πλούσιο κατάλογο των μεταφρασμένων σου
έργων, σε εννέα, αν δεν κάνω λάθος γλώσσες. Μίλησε μας λίγο για την εμπειρία
αυτή της επαφής με τους ξένους εκδότες όσο και με ένα ξενόγλωσσο κοινό.
Εμπειρία δεν έχω, τα
πάντα γίνονται σχεδόν από μόνα τους, από τύχη, θα έλεγα. Δεν συμμετέχω σε
εκδηλώσεις και μαζώξεις που αφορούν την ποίηση, αποφεύγω τις ομάδες, τα
φεστιβάλ, τα μικρόφωνα, αποφεύγω τα φώτα. Δεν στέλνω τα βιβλία μου σε εκείνους
που οφείλω ή δεν οφείλω να τα στείλω. Ακυρώνω εμπεριστατωμένα και δημόσια τους
«βιβλιοκριτικούς» ακόμη κι εκείνους που έγραψαν ή διατείνονται πως θέλουν να
γράψουν «πολύ θετικά σχόλια» για την περίπτωσή μου. Δεν συντρώγω με παράγοντες
και εκδότες, δεν διατηρώ στενή επικοινωνία με ανθρώπους του χώρου. Όλα αυτά τα
εκδοτικά συμβάντα εμφανίζονται σαν κομήτες.
Τα τελευταία χρόνια μένεις μόνιμα στο Παρίσι. Πόσο δύσκολο ή
εύκολο είναι να ζεις σε ένα ξένο γλωσσικά περιβάλλον; Τι είναι αυτό που
αναζητάς τόσο στους τόπους διαμονής και εργασίας σου όσο και στα ταξίδια σου;
Υπάρχει κάτι που σε δένει πια με την Ελλάδα; Θα φανταζόσουν δυνατή μιαν
επιστροφή;
Η μόνη πραγματική
δυσκολία που ένιωσα κυριολεκτικά στο πετσί μου, ήταν εκείνη της διαμονής στην
Ελλάδα. Βασανιζόμουν, από πολύ νωρίς, όπως και πολλοί άλλοι υποθέτω. Στο
εξωτερικό ένιωθα πάντα καλύτερα. Με την Ελλάδα δεν με έδενε τίποτα, πιθανώς να
μη με δένει τίποτα και με τη Γαλλία, ή με όποιο άλλο μέρος του κόσμου. Το
Παρίσι είναι μια όμορφη πόλη με τα προβλήματά της, τίποτε περισσότερο. Είμαι
απλά ευτυχής με το γεγονός πως δεν ζω στην Ελλάδα, δηλαδή σε μία υποτροπιασμένη
και άκρως κομπλεξική κοινωνία. Ελπίζω να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου, και να
πεθάνω, στο εξωτερικό.
Γιάννη, από βιβλίο σε βιβλίο έχεις κατά καιρούς
χρησιμοποιήσει μια ποικιλία μορφών – από ολιγόστιχα ποιήματα μέχρι πολυσέλιδες
εκτεταμένες συνθέσεις και μια πλειάδα ρυθμικών τρόπων. Τι πιστεύεις ότι συνέχει
οργανικά τη μέχρι τώρα δημιουργία σου; Διαβλέπεις μια εξελικτική γραμμή ή σε
ενδιαφέρει να εκμεταλλεύεσαι την όποια εκφραστική συνθήκη σε εξυπηρετεί την
εκάστοτε περίοδο;
Δεν μπορώ να μιλήσω με
βεβαιότητα, γιατί βρίσκομαι καθοδόν. Δεν κοιτάζω πίσω, μέχρι τώρα δεν επέστρεψα
για να επανεξετάσω κάποιο στοιχείο. Η οργανικότητα, μια και έκανες αυτή την
ωραία νύξη, αποτελεί τη βάση κάθε απόπειρας. Η οργανική ποίηση είναι αυτό που
ονομάζω, που θεωρώ, ποίηση. Βρισκόμαστε
πια στο 2017, η οργανικότητα είναι το πεδίο της διαφοράς, το πεδίο της
μοναδικότητας, εξ ου και η οργανική αντιμετάθεση.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μία συζήτηση
για την ύπαρξη, ή μη, μιας νέας γενιάς ποιητών, ενώ αντίστοιχα έχουν εκδοθεί
στο εξωτερικό ανθολογίες ελληνικής ποίησης με παρόμοιους προβληματισμούς.
«Ποίηση της κρίσης», «Ποίηση της αριστερής μελαγχολίας» κάποιοι από τους
χαρακτηρισμούς. Πιστεύεις ότι υφίσταται όντως κάποια νέα τάση στην ελληνική
ποίηση και αν ναι, θα μπορούσε να περιγραφεί ικανοποιητικά με αυτούς τους
όρους;
Πιστεύω πως υφίσταται μία
νέα γενιά κατ’ επίφαση ποιητών, οι οποίοι πράγματι εξαντλούνται, εμφατικά θα
έλεγα, στην «Κρίση» και την «αριστερή μελαγχολία». Εκτός από την κοινή βλακεία,
υπάρχει και η ειδικευμένη, η οποία συχνά υπερβαίνει την πρώτη. Θα συμπληρώσω
δε, πως δεν πρόκειται για μελαγχολία αλλά για απογοήτευση – η μελαγχολία είναι
άλλο πράγμα.
Όπως ανέφερα πιο πάνω,
διαπιστώνω πως η διάνοια έχει αντικατασταθεί από το στόμα. Τα δύο εμφανέστερα
άκρα είναι εκείνα της ιδεολογίας, ως ηθικοπλαστικό τάνυσμα, και του
συναισθηματισμού, ως νόμισμα παρουσίας.
Εκείνο που αρνούνται να
αποδεχτούν είναι πως τα όρια της ποίησης είναι απείρως ευρύτερα από εκείνα της συνοχής
και της κατανόησης. Γιατί τότε, θα υποχρεωθούν σε αλλαγή κοινωνικού ρόλου, θα απολέσουν την ιδιότητα του ποιητή την οποία έχουν οικειοποιηθεί. Η ποίηση είναι
όσα της συμβαίνουν, διόλου όσα συμβαίνουν γι’ αυτήν ή γύρω απ’ αυτήν, και
κυρίως, διόλου όσα περιμένει κανείς να συμβούν απ’ αυτή.
Μακριά από αυτό το
θεατράλε, βρίσκονται νέοι ποιητές, παρόντες, των οποίων το έργο μάλλον δύσκολα
θα δεχτεί ανάλογο φως δημοσιότητας και ας είναι σαφώς ανώτερο, τουλάχιστον υπό
την έννοια πως δεν τυλίγεται με παλαιά σάβανα. Το αναφέρω αυτό διότι όσο πιο
μακριά σύρει κανείς ένα αναγνωρισμένο σάβανο, τόσο πιο σημαντικός και
πρωτοποριακός θεωρείται. Νέα τάση, συνεπώς, δεν υφίσταται, στη βάση κάποιας
ευρείας κινητικότητας, η οποία θα μπορούσε πιθανώς να χαρακτηριστεί κατ’ αυτόν
τον τρόπο. Αυτό που παρατηρώ είναι ένας διαγωνισμός για το ποιος θα χριστεί
μέγιστος των κακοποιημένων, των τεθλιμμένων – μία λυπηρή εικόνα ανθρώπων που
αδυνατούν να επινοήσουν, να επινοηθούν, και αντ’ αυτού ξύνουν συστηματικά,
επιδεικτικά θα έλεγα, τα επιφανειακά τους τραύματα.
Εντούτοις όσα προανέφερα
δεν αποτελούν παρά τη σκιά ενός φαινομένου, το οποίο καθοδηγείται, πατρονάρεται,
από συγκεκριμένους ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι ποιητές, είναι ανεπίγνωστοι
αδαείς, μέλη επιτροπών, οι οποίοι βρίσκονται σε θέσεις ελέγχου, καθορισμού της
λογοτεχνίας εν γένει. Έμμισθοι ή άμισθοι παράγοντες οι οποίοι έχουν τα δικά
τους σχέδια για την ποίηση και την κοινωνία – αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα.
Η διαδεδομένη μόδα της
ποίησης στηρίζεται στις αμοιβαίες αναγνωρίσεις όσων συμμετέχουν σ’ αυτήν,
παρότι αυτές είναι ολότελα προσχηματικές. Σ’ αυτή τη μόδα δεν συναντάται, δεν
λειτουργεί, η ποίηση, εφόσον δεν
γίνεται αποδεκτή, ή γίνεται, πιθανώς, ελάχιστα αποδεκτή – κυρίως γιατί δεν έχει
ανάγκη την επιβεβαίωση, γιατί η ποίηση είναι απόλυτος ενικός, κενή μοναξιά,
κάθε αμοιβαιότητα αποτελεί προς την ποίηση ύβρη.
Σε σχέση δηλαδή μ’ αυτό
που με ρώτησες πριν από λίγο, το εμπορικό κύκλωμα είναι πιο αθώο από το
ποιητικό κύκλωμα, γιατί το δεύτερο είναι ένα κύκλωμα ιδεόληπτων ενώ το πρώτο
ένα κύκλωμα εμπόρων. Οι ιδεόληπτοι εμπορεύονται τις εξαπατήσεις που συγχωρούν
στον εαυτό τους, δημοσιεύοντάς τες ως αναντίρρητους υπαρξιακούς σπαραγμούς.
Σε μία κάπως μικρότερη μα
διόλου ασήμαντη κλίμακα, διακρίνω μία, διαποτισμένη από εκλεπτυσμό, κιβδηλεία:
κάθε αναπαράσταση, μεταγραφή, διακριτών ποιητικών στοιχείων, επιδοκιμάζεται με
ιδιαίτερη ευκολία, ενώ τα στοιχεία αυτά, στην αυθεντική τους, αναλλοίωτη πρωτότυπη
μορφή, ανήκοντας σε άλλα ποιητικά έργα που έχουν προηγηθεί∙ αποκρύπτονται,
μένουν ασχολίαστα, με χαρακτηριστική επιμέλεια. Αυτά τα συνεσταλμένα κουτάβια μισούν πιο πολύ απ’ όσο αδιαφορούν.
Προφορικά, εκφράζουν
υποτυπωδώς ορισμένα από τα αιτήματα που προτάσσουν οι ποιητές, τα οποία μολονότι αδυνατούν να εφαρμόσουν επί χάρτου, τα
διατυμπανίζουν με σθένος, εκδικούνται δηλαδή την ποίηση που δεν τους επιτρέπει
το ελαφρυντικό μίας βολικής εκδοχής. Αυτό, αν θες, είναι το πρώτο βήμα προς την
όποια αποδοχή ή δημοφιλία. Η φιλική γκριμάτσα του επικοινωνιακού ελέους.
Όλα αυτά δεν είναι καν
δεύτερα, δεν είναι καν συμπληρωματικά της ποίησης, μιλώ για μία κοινωνική
αρρώστια. Τα εγκώμια αντιμετωπίζονται ως ορθή κριτική αξιολόγηση, οι
τεκμηριωμένες προσεγγίσεις και οι επικρίσεις θεωρούνται προσωπικές επιθέσεις.
Υπάρχει μόνο δέρμα, το οποίο είναι υπερευαίσθητο, και από μέσα δεν υπάρχει
τίποτε άλλο παρά ένα ακόμη δέρμα.
Συνεπώς όσοι με αποστρέφονται
για όσα πιστεύω και για όσα δημιουργώ, δεν οφείλουν να είναι μόνο ευτυχείς και
ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους, αλλά επίσης ευτυχείς και ικανοποιημένοι με το
εύρος της αποτυχίας και της αστοχίας που με χαρακτηρίζουν.
Η ποίηση ταυτίζεται για σένα με τη δημιουργία μέσω της τέχνης
της γραφής ή πρόκειται για έναν ευρύτερο τρόπο ζωής και δράσης που δεν
καταλήγει αναγκαστικά στην γραπτή του αποτύπωση;
Θα αρκεστώ στο να
μεταγράψω εδώ μία τοποθέτηση από το «Ανάπτυγμα»: Η ποίηση είναι η τρίτη, κορυφαία εκδήλωση
της δράσης, μετά την πνευματική και τη σωματική της εκδήλωση. Είναι ενέργεια
συμπυκνωμένη σε λέξεις που διαβιβάζεται με ρυθμούς. Αυτή η τοποθέτηση έχει
πλέον αντικατασταθεί από τον υποφαινόμενο με μια άλλη, νεότερη. Μα μπορεί
κανείς να αρκεστεί και σε αυτή. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να βασιστεί στα λόγια
μου, πόσο μάλλον να αρκεστεί.
Πιστεύεις ότι η αναγνωστική επάρκεια, τόσο σε όγκο όσο και σε
έκταση εποπτείας είναι αναγκαία για την πράξη της γραφής ή κάτι τέτοιο ίσως
νοθεύει το βίωμα σου ως ποιητή;
Πιστεύω πως η ποίηση που
γράφει κάποιος εμπνεόμενος από αυτά που διαβάζει, δεν είναι καλή ποίηση,
πιθανότατα δεν είναι καν ποίηση – εφόσον βρισκόμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα∙
πριν από είκοσι ή σαράντα χρόνια, μπορεί, ως έναν βαθμό, να ήταν. Εντούτοις ο ποιητής είναι κορυφαίος αναγνώστης, διότι καταφέρνει να διαβάζει
τον εαυτό του, δηλαδή, καταφέρνει να εξοικονομείται από την απουσία του.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η μετάφρασή σου των χάικου του Ίσσα.
Εκεί εξηγείς λεπτομερειακά τα τι και τα πώς της τέχνης του χάικου. Το
γεγονός ότι το χάικου γνωρίζει μια
τέτοια διάδοση τελευταία οφείλεται στην αφελή αντίληψη ότι είναι μια ακολουθία
απλά και μόνο λίγων στοιχισμένων συλλαβών. Ταυτόχρονα παρατηρείται μια
επιστροφή στον έμμετρο στίχο και στις παραδοσιακές μορφές. Πώς το ερμηνεύεις
όλο αυτό και πώς στέκεσαι απέναντί του;
Και πώς οι μορφικές αναζητήσεις για σένα συνδέονται με την ουσία της
ποίησης;
Το χάικου παραμένει στην
ποσοτική του οικονομία, εκείνο που διαδίδεται είναι το χόμπι της γραφής τριών
στίχων με τον τρόπο που κυλούν τα δάκρυα στον κατήφορο. Σχετικά με την επιστροφή στον έμμετρο στίχο∙ είναι μία
επιστροφή στη γαλήνη της συστολής. Τι εννοώ, χρησιμοποιώντας για άλλη μία φορά το
«Ανάπτυγμα»: Η σύνεση και η οικονομία που απαιτείται για την έμμετρη ποίηση
είναι το ένα εκατομμυριοστό σύνεσης και οικονομίας που απαιτείται για την
ποίηση του ελεύθερου στίχου. Το ποίημα-τραγούδι είναι το σύμβολο ενός
διανοητικού κελαρύσματος, μιας επικροτούμενης ανίας. Η διάθεση να τραγουδήσει
κανείς ή να στιχομετρήσει τις αράδες του συμβαίνει μόνο για να αποφύγει να
κάνει κάτι άλλο, να υποχρεωθεί δηλαδή να κάνει κάτι διαφορετικό. Εξάλλου, κάθε
εμμονή στα προϋπάρχοντα, είτε αυτά αφορούν την έμμετρη ή τη μη έμμετρη γραφή,
δηλώνει την ύπαρξη ενός λόγου περισσότερο ιδιωτικού, παρά ποιητικού.
Η δημιουργική τόλμη, η
οποία είναι συνάμα και άσκηση στη μεταφυσική ώση, έχει ξεμπερδέψει μια και καλή
με αυτού του είδους τις ανώδυνες δυνατότητες.
Η ανανέωση της ποιητικής γραφής πιστεύεις ότι είναι ένα
διαρκές ζητούμενο ή υφίσταται η παγίδα της ανανέωσης χωρίς αναγκαίο υπαρξιακό
υπόστρωμα;
Θα έλεγα πως δεν είναι
ακριβώς ζητούμενο, μα φυσική εξέλιξη. Η οργανικότητα στην οποία αναφέρθηκα πιο
πάνω. Θα επαναλάβω, για πολλοστή φορά, πως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι
ποιητές είναι λιγότεροι απ’ όσοι πιστεύουν κάποιοι πως είναι, και όχι για χάρη
κάποιου ανόητου και ανώφελου διαχωρισμού, για χάρη κάποιας στοχευμένης,
σκόπιμης υποτίμησης, όπως ορισμένοι υποθέτουν. Και χρησιμοποιώ τη λέξη
υποτίμηση, γιατί ο όρος ποιητής
χρησιμοποιείται κατά κόρον ωραιοποιημένος. Εάν όσοι καμώνονται τους ποιητές
μπορούσαν να βιώσουν μισή ώρα από τη ζωή ενός ποιητή, θα απαλλάσσονταν
αυτομάτως από κάθε διάθεση να ασχοληθούν με την ποίηση.
Ωστόσο η πλήρης απάντηση
σ’ αυτό το ερώτημα βρίσκεται στα δοκίμια, πρόκειται για κάτι που είναι μάλλον αδύνατο
να οριστεί επιγραμματικά.
Ο άνθρωπος δεν
συγκροτείται, δεν κατανοείται, από την κοινωνικότητά του και από τα
εννοιολογήματα που μέσω αυτής παρέρχονται αδιάκοπα. Ο άνθρωπος συγκροτείται,
και αναλόγως κατανοείται, από τη μοναδικότητά του, από την κεραία της μοναξιάς
και του χαμού του, από τη μοναδικότητα της ζωής και του θανάτου του. Μου είναι
παντελώς αδιάφορα όσα διατείνονται οι παράφρονες ιδεολόγοι και οι ηθικιστές με ή
χωρίς κοινωνικές φαντασιώσεις.
Η απονενοημένη προσπάθεια
συγκρότησης ενός ηθικο-κοινωνικού προτύπου προς τέρψη όσων απολαμβάνουν την
κοινωνική πλασματικότητα ως απόλυτη χείρα υπαρκτικής βοήθειας, είναι ο
σύγχρονος κανόνας. Η καταφυγή στα πρότυπα της γενίκευσης αποτελεί την καλύτερη
λύση για τους νωθρούς του πνεύματος, εφόσον αυτή επικαιροποιεί τη στασιμότητά
τους, τη δειλία τους, με όρους επίσης γενικευμένους.
Ο κύκλος δεν υφίσταται
από την έκταση της διαμέτρου του, μήτε από το εσωτερικό του, αντιθέτως, από την
ένταση της ισόρροπης ακτίνας ενός και μοναδικού σημείου. Η κοινωνική συνθήκη,
λοιπόν, ήτοι η ποίηση που χαριτολογεί, ως επί το πλείστον θρηνωδώς, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της
πως το ατομικό οφείλει να γίνει συλλογικό, και όχι το αντίστροφο. Αποφεύγοντας μέσω ιερεμιάδων ή συνεσταλμένης σιωπής να
αναγνωρίσουν ότι, το λεγόμενο, συλλογικό, αποτελείται από ιδιώτες ήτοι λόγους
ιδιωτικούς, οι οποίοι ξιφουλκούν από κοινού, ενώ το, λεγόμενο, ατομικό, το
οποίο δεν είναι ουδόλως ιδιωτικό, δεν αποτελείται, μα δημιουργείται, συντίθεται
ασταμάτητα, είναι ζωτικό, διαφορετικό και υπεύθυνο.
Οι ετερότητες, οι
διαφορές, οι ιδιομορφίες, είναι αυτές που συνθέτουν – οι ομοιότητες, οι
ομοιομορφίες, οι κοινές ταυτότητες συνθλίβουν και πολτοποιούν, δημιουργούν
κοινωνική μάζα, αυτή που βρίσκεται γύρω μας.
Υποστηρίζουν δηλαδή όλοι
αυτοί οι άνθρωποι, πως τα πάντα πρέπει
να μένουν, να επαναλαμβάνονται, ακριβώς όπως είναι, με τη μέθοδο της αδιάκοπης
ηθικο-κοινωνικής επανασύστασης, στη βάση επανάληψης κάθε προηγούμενης
μη-επαναληπτικότητας – όπως το έχω αναλύσει διεξοδικότερα στο «Ανάπτυγμα».
Θεωρώ πως η ποίηση είναι μία κοσμοθεώρηση που
βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με την επικρατούσα, με την εκάστοτε
επικρατούσα, είναι μία μεταφυσική διαφορικότητα,
για να το πω κάπως απλά, η οποία εμφορείται από τον ολικό της κίνδυνο, το γίγνεσθαι.
Ποιο πιστεύεις ότι είναι το πιο τίμιο και ειλικρινές κριτήριο
για το έργο σου –και το έργο του κάθε ποιητή-, οι κορυφαίες στιγμές; Κάποιοι
στίχοι; Κάποια ποιήματα; Ή το σύνολο του έργου, όσο κι αν αυτό εμπεριέχει και
άνισες στιγμές;
Το σύνολο μπορεί να
κριθεί μόνο σαν αποδημήσει ο ποιητής, και πιστεύω πως το έργο στο σύνολό του
δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο σημαντικό όσο ένα συγκεκριμένο μέρος του. Η
ανισότητα στη γραφή, δεν σημαίνει τίποτα από μόνη της. Στο έργο ενός μέτριου
ποιητή, η ανισότητα αποτελεί απόδειξη μετριότητας. Στο έργο ενός ποιητή ο
οποίος διαρκώς επινοεί και αποπειράται, η ανισότητα αποτελεί επικύρωση κάθε
απόπειρας και κάθε επινόησης.
Έχεις επιδείξει στην πορεία των χρόνων μια αυξανόμενη επίδοση
και στον δοκιμιακό λόγο. Αν και σε απόλυτη συστοιχία με το ποιητικό σου έργο,
πιστεύεις ότι τα ποιήματα μόνα τους δεν αρκούν; Ποιάν ανάγκη καλύπτει η
δοκιμιακή τεκμηρίωση μιας ποιητικής στάσης και πορείας;
Καμία. Το δοκίμιο είναι
λογοτεχνικό είδος εντελώς διαφορετικό από την ποίηση, άλλης φύσεως. Και λέω
λογοτεχνικό, διότι είμαι από εκείνους που θεωρούν πως η δοκιμιογραφία είναι
λογοτεχνία και δεν έχει ουδεμία απολύτως σχέση με την, αμιγώς, λογοτεχνική κριτική.
Ως εκ τούτου λοιπόν, η συγγραφή δοκιμίων δεν έρχεται να καλύψει κάποιο κενό ή
να συμπληρώσει μία στάση, ή ένα έργο.
Φαντάζομαι θα έχεις ακούσει συχνά παρατηρήσεις περί της δυσκολίας
ή του ερμητικού ίσως χαρακτήρα τόσο των ποιημάτων, όσο και των δοκιμίων σου.
Πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο αληθεύει; Αποτελεί πλέον συνθήκη της ποίησης η
δυσκολία και μια αυξημένη απαίτηση προς την πλευρά του αναγνώστη;
Αυτό έχει να κάνει με το κατά πόσο βγαίνει κανείς από
τον εαυτό του για να διαβάσει. Η ανάγνωση της ποίησης δεν επιτυγχάνεται εάν αυτός
που διαβάζει δεν εγκαταλείπει, έστω προσωρινά, τον εαυτό του.
Έχεις συχνά αναφερθεί στην συνήθως αποσιωπημένη διάσταση της
παράδοσης, όχι στο τι παραλαμβάνουμε αλλά εντέλει τι παραδίδουμε σε αυτήν. Τι
πιστεύεις ότι έχεις παραδώσει υπ’ αυτήν την έννοια – ή τι θα ήθελες να
παραδώσεις με το σύνολο του έργου σου;
Είναι ανώφελο να
απαντήσω, εφόσον το σώμα της παράδοσης είναι άλλο από αυτό που συνηθίζεται να
καταγράφεται και να μελετάται ως τέτοιο, και εφόσον το εν λόγω έργο δεν είναι
ακόμη, ας πούμε, ολοκληρωμένο. Η παράδοση δημιουργείται από το μέλλον της,
ιδρύεται αδιάκοπα, διότι η υφιστάμενη ύλη της βρίσκεται σε πάγια ανάγκη
ξεπεράσματος του περιεχομένου της.
Σ’ αυτό το σημείο θέλω να
επισημάνω κάτι που αφορά οτιδήποτε έθιξα
παραπάνω. Δεν καταθέτω κάποιο αίτημα ν' αλλάξουν όλα αυτά, ούτε προσπαθώ να
πείσω οιονδήποτε για την ορθότητα όσων λέω, – δεν είμαι ορθός, δεν παρωθώ προς
κάποια συμφέρουσα για εμένα ή για τις απόψεις μου κατεύθυνση. Έγραψα κάποτε σ’
ένα ποίημα πως, δεν έχω έχω τη γνώση που σώζει μα την άλλη, έχουν περάσει πολλά
χρόνια από τότε μα ο στίχος δεν έχει περάσει. Δεν πιστεύω πως θα υπάρξει η
παραμικρή μεταστροφή. Εξάλλου τα πάντα διέπονται από μία δικαιοσύνη η οποία είναι
εποπτική. Είναι τόσο δίκαιη που δύσκολα γίνεται αντιληπτή. Αυτό είναι υπεραρκετό.
Ηδύνομαι.
Ως ποιητής καθορίζω τον χρόνο
από τον οποίο καθορίζομαι. Δημιουργώ μια ποίηση με αναντικατάστατο περιεχόμενο,
η οποία καταναλώνει ασταμάτητα την περιεχομενικότητά της, ώστε το μόνο που
απομένει να είναι η δημιουργία της.