Αρχική σελίδα Εργογραφία Βιογραφικό Υπό έκδοση Επικοινωνία En/Fr/It/Es

29/11/18

Γιάννης Λειβαδάς: Ποίηση, πολιτική πράξη και σύμπτωμα (Book Press 29 Νοεμβρίου 2018 )

https://www.bookpress.gr/stiles/eponimos/poiisi-politiki-praksi-kai-symptoma-leivadas?fbclid=IwAR1LddcYLZ-C4DC2Js7FDKYHvx-mYsckiFqOpVBdfPthRNsP1sRs4R7pVlI
Δοκίμιο της 3ης Οκτωβρίου, για τη σύγχυση μεταξύ πολιτικού και ιδεολογικού στοιχείου στην ποίηση, την αξιακή ακυρότητα της πολιτικής διάστασης, τον ρόλο του αισθητικού αναρχισμού και την καθοριστικότητα της μεταφυσικής θέσης.



















Γιάννης Λειβαδάς: Ποίηση, πολιτική πράξη και σύμπτωμα

Εκείνο που έχει θεσπιστεί ως πολιτική πράξη, και ως τέτοιο με τη λογική αναγνωρίζεται, εμπεριέχει πράγματα, ιδιότητες και κρίσεις∙ ταυτόχρονα όμως η πολιτική πράξη εμπεριέχεται στο πολιτικό -ιδεολογικοποιημένο ή μη ιδεολογικοποιημένο- μικροσύμπαν. Η ποίηση εντούτοις, ως τέχνη, σε αυτό το μικροσύμπαν δεν εμπεριέχεται, εκείνη όμως ως φαινόμενο δημιουργικό που είναι, το περιέχει. Η ποιητική πράξη, η ποίηση, όντας εποπτική εμπερικλείει τα πάντα, δίχως όμως να προάγει καθετί και να εξισώνει τα πάντα.
Η έκθεση αυτού του τρίπτυχου θέματος, όπως περιγράφεται στον τίτλο, εξεταζόμενο από της ποίησης την πλευρά, ολοκληρώνεται με ευκολία. Εξεταζόμενο από την πλευρά της πολιτικής, με δυσκολία, ή, για να μιλήσουμε ολόψυχα και αληθινά, δεν εξετάζεται ποτέ (μολονότι συχνά υπεκφυγώς παρουσιάζεται) διότι το ποίημα δεν κρίνεται από το μελάνι με το οποίο γράφτηκε, ούτε από τη θέση που έχει (ή δεν έχει) ο ποιητής μέσα στην κοινωνία.
Από τι είναι χειραφετημένος ο ποιητής; Ακόμη και από τη χειραφέτηση. Ο αφανισμός του δεν τον καθιστά αφανισμένο, διότι δεν είναι τα ποιήματα η υποστολή του. Δεν είναι τα ποιήματα η άνοδός του. Η ποίηση μοιάζει με τεκμηρίωση χασμάτων στο κενό.   
Συνεπώς η γραφή ενός ποιήματος είναι μία πράξη όχι περισσότερο πολιτική από την ολιγόλεπτη απομόνωση ενός ανθρώπου σε ένα αφοδευτήριο, ή από το αυγινό κελάηδισμα του πρώτου κότσυφα σε μία μισοσκότεινη αστική πλατεία. Καθετί είναι πολιτικό, η πολιτική διάσταση της ποίησης όμως, δεν είναι πρωταρχικής σημασίας, η πολιτική της σημασία βρίσκεται χαμηλά, στο σημείο όπου ο αναγνώστης ξεκινά τις πρώτες του επισκέψεις: εκεί όπου τρίβεται η αποφυγή της μεταφυσικής ουσίας με τη διαφυγή από τις δυσμενείς συνάφειες της διάνοιας.   
Επί της (δυσάρεστης) ουσίας, στον βαθμό που η ποίηση εντοπίζεται και αναγνωρίζεται ως τέτοια, παρόλη την ποικιλία και το εύρος των συλλήψεων και των εκφάνσεών της, είναι ένα πράγμα – το άλλο πράγμα, το απολύτως και ανεκκλήτως διαφορετικό πράγμα.
Η επαναληπτικότητα και δη η επαναληπτικότητα των πλέον αναγνωρισμένων «θετικών στοιχείων» ακόμη και υπό τη σκέπη «υβριδισμών» ή «καινοτομιών», αποσυνθέτει τόσο τον προσανατολισμό προς την ποιητική εγκυρότητα, το δημιουργικώς τρωτό της ποίησης, την ακροσφάλειά της∙ όσο και τις διερευνητικές επισκέψεις στις γινωμένες πρωτοπορίες ή τις μέχρι ώρας εξελισσόμενες διακλαδώσεις.
Οι πολιτικο-κοινωνικές επαναφορές, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις περιπλέκονται με τις πολιτισμικές (καθώς εμφανίζονται κατεσταλμένες ακόμη και ως αξιακή κληρονομιά που προέρχεται από έργα αλλοτινών ή σύγχρονων ποιητών – αυτό εξαρτάται από τον βαθμό νοσηρότητας και αδυναμίας), ρυθμίζουν τον άνθρωπο που εμφορείται από μερικότητα,  δηλαδή από την ανάγκη επιβολής, την ανάγκη προαγωγής του σύμφυτου υπαρκτικού ψεύδους, το οποίο υφίσταται για να διακηρύττει ευφραδώς την περιωπή της συλλογικότητάς του.
«Τα πάντα είναι πολιτικά» μόνο όταν δεν αντιλαμβάνεσαι τι άλλο είναι τα πάντα – κι επιπλέον, η ποίηση είναι, μόνο εντός των περιορισμών που κατ’ ανάγκη τίθενται στην αναφορικότητα των κειμένων που αφορούν τη μελέτη και την ψηλάφησή της∙ στην πραγματικότητα (όπως το έχω θίξει  επανειλημμένα) η ποίηση λειτουργεί στο γίγνεσθαι. Δεν περιέχει τίποτα εναρκτήριο και τίποτα καταληκτικό. Ήτοι, πρόκειται για κάτι άκρως απολιτικό.
Εκ των προαναφερθέντων επαναφορών μορφοποιείται και εγκαθίσταται μία μικρή, όμως ιδιότυπη, εξουσία ανάμεσα στις αμέτρητες μικρές ιδιότυπες εξουσίες, διότι ελάχιστα πράγματα σ’ ετούτο τον κόσμο είναι πιο δελεαστικά και ευάρεστα από την άσκηση μιας εξουσίας η οποία συντηρείται στο φόντο ενός σημειωμένου χαρτιού και μιας ταλαιπωρημένης πέννας. Αυτή είναι μία συνέργεια, μεστή και ολοκληρωμένη, με την ευρύτερη κοινωνικο-πολιτική εξουσία, κατά τον τρόπο της μεταξύ τους σύμπνοιας και αναγνώρισης, με όρους συμπαιγνίας: κάθε υψηλή εξουσία αναγνωρίζει εικονικά τις χαμηλές εξουσίες ως αντίδραση προς την ίδια, και οι χαμηλές εξουσίες αναγνωρίζουν την αντίδρασή τους προς εκείνη ως κάτι ιδεώδες όντας δικά της κακέκτυπα. Σε ετούτο προσμετράται και μία ακόμη, απολύτως αξιόπιστη, συμβολή, εκείνη της ζωής η οποία ξεπέφτει με ταχείς ρυθμούς ώστε να μην αποτελεί πια εμπόδιο, να μην αποτελεί οργανικό στοιχείο της ποίησης. Οι υποκείμενοι της αισθητικής και της ηθικής εξουσίας είναι υποκείμενοι διότι δεν είναι σε θέση να δημιουργούν, περιορίζονται στις αναπαραγωγές και τις μιμήσεις κατά τον τρόπο που εκείνοι τις ξαναγράφουν, έχοντας γνώση ή όχι αυτής της φρικαλέας επανάληψης.
Τα βαμπίρ, είναι διαρκώς πεινασμένα, καθώς εγείρονται από το πολιτισμικό τους κιβούρι το οποίο είναι το κιβούρι του πολιτισμού στον οποίο ανήκουν και τον οποίο εκπροσωπούν – το κιβούρι αυτό δεν είναι προσωπικό – και αυτό καθιστά τη σαγήνη που ασκεί η ποίηση στα βαμπίρ  κάτι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον.
Δεν υπάρχει αυθεντικότητα και πρωτοτυπία, παρά μία σποραδική αίσθηση επιθυμίας γι’ αυτήν, κι αυτό διότι η «ποίηση», το κοινώς αποδεχόμενο ως ποίηση, δεν είναι παρά ένα υποπροϊόν προερχόμενο από αμέτρητες υποκειμενικές αλλοτριώσεις: τις άτυπες αλλά και τις τυπικές εμπλοκές αμφοτέρωθεν της κοινωνικής αιμοδιψούς θαυματουργίας.
Η «σύγχρονη ποίηση» (με τον χρονικό ορισμό όχι σε διάκριση από την παλαιότερη αλλά ως επί το πλείστον ως  συγκεκριμενοποίηση ενός διευρυμένου παρόντος) τελεί υπό διαρκή και ευφάνταστη ανακεφαλοποίηση∙ η διαλεκτική της, η στοχοθέτησή της, είναι κοινές με εκείνες του καταναλωτικού καπιταλισμού. Διακυβεύματα, ονειροπολήσεις, εντάσεις, επικοινωνίες, ανακυκλώνονται ασταμάτητα και επαναμοίβονται, ισχυροποιώντας άδην την ευδοκιμία του αδόκιμου.
Τέτοιο και τόσο ισχυρό σύστημα υπερδογματικοποίησης ουδέποτε υπήρξε στο παρελθόν – και αυτό με έναν τρόπο γκροτέσκο, καθιστά το παρελθόν πιο ευεργετημένο από το παρόν. Η ενσωμάτωση είναι ακόρεστη και επιτακτική. Οι αντιδραστικές συγχωνεύσεις είναι ισοπεδωτικές, αξιοποιούν και ενισχύουν την προϋπάρχουσα αξιακή κατανομή, χρησιμοποιώντας ακόμη και τα πλέον αποκρουστικά δείγματα, ακριβώς όπως υποδεικνύει το συμπεριληπτικό δόγμα της οικονομικής αγοράς∙ με την «ποίηση της αριστερής πτέρυγας» μάλιστα, να ενδυναμώνει με ζήλο μεγαλύτερο από εκείνον της «δεξιάς», αυτή την επέκταση∙ από την οποία δεν λείπουν οι περιορισμένες αναρχίζουσες (μα ουδόλως αναρχικές, αφού ο αναρχισμός δεν είναι ιδεολογία αλλά ιδέα, ασχέτως της πλήρους κακοποίησης και κιβδηλοποίησής του οι οποίες επικρατούν πια ως τύπος και ουσία του) και  φασίζουσες συμβολές, οι οποίες φροντίζουν για το δικό τους μερίδιο μαρασμού, όντας εντυπωσιακά άτεχνες, αντιγραφικές και παρωχημένες.  
Η εμπορία της «ποίησης» επιτεύχθηκε με τον ψεύτικο πλουραλισμό των φωνών (λες και οι ποιητές είναι ωδικά πτηνά), ο οποίος ως λογική δεν διαφέρει σε τίποτα από τη λογική του καπιταλιστικού πλουραλισμού, μέσω μάλιστα του «προτάγματος» (εδώ αδυνατώ να μην γελάσω και να μην κάνω μία μικρή παύση για να ανάψω τσιγάρο)  της Αριστεράς για «συμμετοχικότητα και πολυφωνία». Με τη συμμετοχικότητα και την πολυφωνία να θεσπίζουν έναν ολοκληρωτισμό συναφειών και πανομοιοτύπων. Κι οι δυο τους αποπειρώνται να υποβαθμίσουν και να αποχαρακτηρίσουν την ποίηση, καθιστώντας την κοινωνικό μαραφέτι.   
Οι λιγότερο ή περισσότερο γνωστές από τις διαμορφωτικές επιρροές που αναπτύσσονται, εξελίσσονται, δεν είναι τυχαίο, ως θετικές προσδοκίες (ακόμη και όταν φέρουν κάποιο στίγμα μελαγχολικό) έτοιμες να καταναλωθούν για πολλοστή φορά ως πεμπτουσίες.
Μία ερμηνεία της ποίησης, -ακόμη και αν στην πραγματικότητα μία  ερμηνεία διασώζεται μόνο λόγω του εκτοπίσματος που διαθέτει ως ατελής κρίση- βασιζόμενη αποκλειστικά στις γνώριμες αναγωγές και τις κατατεθειμένες αισθητικές επιβεβαιώσεις δεν είναι πάντοτε αρκετή, κατ’ ουσία δεν μπορεί να είναι εταστική, δηλαδή δίκαιη, εφόσον εκείνο που αναζητείται ή αναμένεται, σχεδόν ποτέ δεν συνάδει με τις προβλέψεις και τις καταχωρίσεις που διατυπώνουν τα όρια και τις προσδοκίες μίας επιβεβαιωμένης αισθητικής – κάθε αισθητική είναι ρευστή και αμφίλογη, ειδάλλως δεν είναι αισθητική. Ειδάλλως θα μοιάζει με έναν οικτρό ποιητή ο οποίος καταγίνεται με όσα γνωρίζει, μα διόλου με όσα δεν γνωρίζει, θα μοιάζει με έναν ουτιδανό που προσφέρει τις πολύτιμες οδηγίες του. Έως εκεί, ποίηση στο εξής δεν υπάρχει, κι εκείνη η ποίηση που έως εκεί κάποτε υπήρξε, (πράγματι, την εποχή κατά την οποία ξεπερνιούνταν τα τελευταία προσχώματα της δημιουργικής σχετικότητας, ήτοι πριν το μέσο του δέκατου ένατου αιώνα), σήμερα δεν αποτελεί ποίηση, αλλά σύμπτωμα.
Θεωρώ πως τίποτε δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί άπαξ και δεν εντοπιστεί το ακριβές του περιεχόμενο – η αμφισβήτηση του κύρους, του ειδικού βάρους, του ελέγχου και της εξουσίας που ασκεί η κοινωνία και κατά συνέπεια ο πολιτισμός της κοινωνίας (ο οποίος σχέση ουδεμία δεν έχει με κάποιον πολιτισμό της ποίησης, διότι η ποίηση συγκρούεται με τον πολιτισμό και διαθέτει μόνο εν εξελίξει παιδεία/κουλτούρα), όντας εξωτερίκευση μίας αντίδρασης, ως έκφραση κάποιας ενστικτώδους, ή όχι, εναντίωσης, είναι τουλάχιστον αφελής. Κάτι θα πρέπει να έχουμε διδαχθεί από τις διακυμάνσεις και τις αναταραχές που έχουν καταγραφεί στην εξελικτική πορεία των ανθρώπων. Η ποίηση, λοιπόν, δεν είναι εδώ για να κάνει κάτι τόσο μικρό, κάτι τόσο παιδαριώδες.
Η ποίηση δεν εμφανίστηκε για να κάνει τη δουλειά της πολιτικής (η οποία συμπεριλαμβάνει, ας το τονίσω, την ιδεολογική, τη συναισθηματική και την αισθητική πολιτική), μήτε η πολιτική εμφανίστηκε για να κάνει τη δουλειά της ποίησης. Θα συμπληρώσω μάλιστα, ως υπενθύμιση, πως η πρώτη είναι εκ φύσεως εποπτική ενώ η δεύτερη είναι εκ φύσεως εποπτευόμενη.
Μέσα σε αυτό το πλοχμώδες φαινόμενο, αντιδρώντες, εκκαλούντες, εγκαλούμενοι και επιβάλλοντες, διατηρούν μία τέλεια και ανταποδοτική ισορροπία, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ή της «πολιτικής/πολιτικοποιημένης ποίησης».  Για πρώτη φορά στα χρονικά, ο ακαδημαϊσμός και ο αντι-ακαδημαϊσμός συμπίπτουν τόσο βαθιά και τόσο διεισδυτικά ό ένας μέσα στον άλλον. Αυτό το συνταίριασμα λειτουργεί ως επαναστατικό κίνημα, ως διορθωτικό ρεύμα, ως αναθεωρητικό, καινοτόμο φαινόμενο, το οποίο ξεπερνά κάθε προηγούμενο, έχοντας τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες του μοντερνισμού και υπερκεράσει τις αντιφατικότητες του μεταμοντερνισμού.
Ο «ποιητής», μέσα στη διαυγή επισημότητα της αλλοτρίωσής του, έφτασε σε σημείο να αισθητικοποιεί την απώλεια πνεύματος, την απόρριψη της τέχνης, τη νοσηρότητα της βεβαιότητάς του, ώστε να επιβιώνει με την ψευδαίσθηση πως είναι αθώος, πως είναι μπαίγνιο του σύμπαντος, πως είναι εντέλει εκείνος ο επίζηλος άνθρωπος.
Όσο για την κοινωνία, αυτή μπορεί να διδάξει κάτι σε όσους υπολογίζουν στην ποίηση να βασιστούν: εξακολουθεί απαράλλακτη μέσω των τόσο ανόμοιων μεταξύ τους περιγραφών και καταγραφών οι οποίες εκπονούνται από το ίδιο της το σύστημα∙ από εξελικτικές δοκιμασίες οι οποίες αδιάκοπα αφαιρούν και προσθέτουν τα ίδια στοιχεία ταυτότητας. Με την ποίηση, μα και δίχως την ποίηση, ουδείς αποκτά γνώση από τη συνάντηση με την ετερότητα, χρειάζεται να αποτελέσει ετερότητα. Η ποίηση είναι δημόσια μόνο σαν έχει δημιουργηθεί από μία προσωπική, πρωτότυπη γλώσσα. Κατά μία έννοια πρόκειται για πλεονασμό. Η ποίηση είναι επιγέννημα της ετερότητας. Εάν συνέβαινε το αντίθετο, τότε το πολιτικό στοιχείο θα μπορούσε να υπάρξει αυτόνομα, δίχως ένα δόγμα σύστασης, αποτελεσματικότητας και εκπλήρωσης. Αυτήν την τριάδα η ποίηση την αψηφά.
Εάν οι φερόμενοι ως ειδήμονες δεν συμφωνούν μεταξύ τους σχετικά με το τι είναι ουσιώδες και τι όχι στην σύγχρονη ποίηση, αυτό έχει να κάνει με το πως δεν συμφωνούν, δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουν,  σχετικά με το τι είναι στον άνθρωπο ουσιώδες, και πιο ειδικά, σχετικά με το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει κάτι ουσιώδες. Το ζήτημα αυτό, ωστόσο, μετατρέπεται πλαγίως σε βαθιά πολιτικό και βαθιά πολιτισμικό, εφόσον ο άκμονας πάνω στον οποίο καλούνται τα αναπόδεικτα να αποδείξουν, δεν είναι άλλος από την ποίηση.
Ο προβληματισμός -πριν από χρόνια έλεγα ορισμένων, σήμερα λέω ουκ ολίγων- επί της αυθεντικότητας, της πρωτοτυπίας, θα μείνει άλυτος, καθόσον αντιμετωπίζουν και τις δυο με όρους κατοχής ή ιδιοκτησίας και όχι με όρους ποιητικής δημιουργίας: και οι δύο για αυτούς τους ουκ ολίγους, υπόκεινται στην πολιτική της γραφής, ήτοι στη φαντασίωση της ικανότητας δημιουργίας. Αυτό πράγματι   εξυπηρετεί το ποιητικό ιδεολόγημα ενός οράματος κοινού και εκλεκτικά αποδεκτού από εκείνους που ενώ χρειάζεται να αλλάξουν ζωή (διάνοια) εγγράφονται σε λίστες ποιητών και αποκτούν τη δυνατότητα χρήσης ενός κοινωνικού τηλεβόα για να διαδώσουν τα τραυλίσματά τους απλόχερα.
Η επιρροή της κοινωνικής αποσύνθεσης στην ποίηση μοιάζει πια πως είναι εντονότερη και πιο διεισδυτική από εκείνη των πατέρων ή των ανοίκειων προγόνων της ποίησης – πιο τελεσφόρα από εκείνη των σύγχρονων φωστήρων∙ διότι από τη μήτρα αυτής της επιρροής ξεκινούν, σχεδόν όλοι πλέον, να προσεγγίζουν τους προαναφερθέντες: η προσέγγιση αυτή αποτελεί, από το πρώτο κιόλας βήμα, διαστρέβλωση.
Θα υπενθυμίσω σε αυτό το σημείο κάτι το οποίο έχω επίσης, σκιαγραφήσει σε προηγούμενα δοκίμια∙ εκείνο που μοιάζει να λείπει από το ποίημα, ο τρόπος με τον οποίο μοιάζει να απουσιάζει, και το οποίο εμποδίζει τον αναγνώστη να προσεγγίσει ή, παρωθεί τον αναγνώστη να προσεγγίσει, είναι το κλειδί της κοινωνίας που προσφέρει η ποίηση. Κατά συνέπεια πρόκειται για κάτι το οποίο έχει επαγγελθεί ως τίποτα στο οποίο ο αναγνώστης οφείλει να εισχωρήσει. Ποια λοιπόν η πολιτική ή η ανάγκη μίας πολιτικής; Το γεγονός πως εμφανίστηκε ένα είδος που ονομάστηκε «πολιτική ποίηση» ή «πολιτικοποιημένη ποίηση», αφορά την πολιτικοποίηση και την πολιτική, όχι την ποίηση.
Για να γίνει ένας εκκολαπτόμενος ποιητής, ποιητής, οφείλει να αποβάλλει, να απομονώσει, δύο βασικές επιρροές και όχι μία, την επιρροή της δημιουργημένης ποίησης και την επιρροή της κοινωνίας. Σε αυτό το σημείο οφείλω να διαχωρίσω τις επιρροές που εισάγουν κάποιον στην ποιητική μεθόριο, από εκείνες που ως συντετριμμένες επενέργειες επιρροών οδηγούν κάποιον στη δημιουργία.
Δεν πρόκειται να διαφωνήσω με κανέναν σχετικά με την αδυνατότητα πλήρους επικύρωσης ή πλήρους διάψευσης της ύπαρξης τέτοιων επιρροών, συνεπώς κάθε ανάπτυξη ανάλογων προβληματισμών αποβαίνει ματαιοπονία. Ωστόσο εάν γίνει κανείς προσεκτικός θα διαπιστώσει, στα αντίστοιχα ποσοστά των δημοσιευμένων κειμένων, μία θεαματική και ανεκτόνωτη ομοιότητα, η οποία δεν γίνεται ως εντοπισμένο γεγονός αποδεκτό από του όμοιους, διότι η ομοιότητα αυτή εάν είναι μία φορά «ποιητική» είναι χίλιες φορές πολιτική. Μία τέτοια συνοχή, μια τέτοια «κοινότητα» επιβάλλεται, εφόσον η ετερότητα της ποίησης, η μοναδικότητα και η διαρκής εκτοπιστική της κενότητα, είναι πράγματα τρομακτικά και αδιανόητα.
Η ποίηση δεν ανταποκρίνεται, μολονότι το ποίημα ανταποκρίνεται. Η ποίηση δεν τίθεται, μόνο δημιουργείται, το ποίημα όμως είναι η απάντηση μίας ερώτησης που δεν έχει ακόμα τεθεί.*  
Ο ποιητής είναι ποιητής γιατί εκείνο που έλαβε λειτούργησε στη δική του δημιουργία μόνο σαν μέσα της το κατέστρεψε. Αυτή είναι η τραγική και σαρδόνια αλληλουχία.


Παρίσι, 3 Οκτωβρίου 2018


*Σημ. βλ. θραύσμα δημοσιευμένο το 2013 στο παρόν ιστολόγιo.

11/11/18

Γιάννης Λειβαδάς, συνέντευξη στο Literature.

https://www.literature.gr/fakelos-elliniki-poiisi-2018-2019-giannis-leivadas/
















Μπορεί η ποίηση να λειτουργήσει ως οδηγός επιβίωσης στις μέρες μας;
Η ποίηση δεν μπορεί να σχετιστεί με όρους επιβίωσης, καθότι είναι τέχνη. Το επιβιωτικό στοιχείο αφορά συνολικά τον άνθρωπο ως κοινωνία και ως ατομικότητα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ποιητής. Υφίσταται αυτή την εποχή ένα παγκόσμιο κίνημα το οποίο χρησιμοποιεί αυθαίρετα και καταχρηστικά τον όρο «ποίηση» προς αποφυγή των πραγματικών του ευθυνών και υποχρεώσεων. Το ερώτημα θεωρώ πως αφορά τους ανθρώπους που συνθέτουν, συνειδητά ή όχι, το κίνημα αυτό.

Η ποίηση μπορεί να είναι επαναστατική, υπερβατική, αφαιρετική, συνθετική, να δηλώνει φυγή από τα αισθήματα, άρση των αντιφάσεων ή ακόμα και καταφυγή μέσα στις αντιθέσεις. Στις μέρες μας μπορεί να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, ώστε να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον στις κοινωνίες;
Η ποίηση είναι ένα πράγμα και όχι δύο, μολονότι δημιουργείται και εκτίθεται με διττό τρόπο. Η αυτότητά της καταστρέφεται ώστε να συνθέσει την ετερότητά της. Για τον ποιητή δεν υφίσταται καταφυγή, μόνον ο αναγνώστης της ποίησης καταφεύγει. Το ζήτημα της όποιας μεταστροφής μπορεί να προκαλέσει, αφορά μονομερώς τους αναγνώστες ή ακόμη και τους παρατηρητές. Η ποίηση διασαλεύει και μεταστρέφει, η αναγνώριση και η αποδοχή της μεταστροφής ή της διασάλευσης αφορά μόνο τον αποδέκτη. Η δυνατότητά της δεν κρίθηκε μήτε κρίνεται από την ικανότητα του αποδέκτη. Η ποίηση άπαξ και δημιουργηθεί έχει ολοκληρωθεί, απομένει να προχωρήσει σε νέα δημιουργία, νέα ολοκλήρωση. Η κοινωνία εάν θέλει να υποστεί μεταστροφή οφείλει πρωτίστως να αναγνωρίσει την ανάγκη μεταστροφής, το πού θα καταλήξει, το πώς θα εξελιχθεί δεν συνδέεται με την ποίηση καθόσον από την πλευρά της ποίησης δεν παρέχεται οδηγία ή εντολή. Το μόνο που μπορεί κανείς να θίξει με βεβαιότητα είναι πως η ποίηση δεν λήφθηκε ποτέ υπόψη στο προχώρημα της κοινωνίας, αντιθέτως, σύμφωνα με τις εξελίξεις και την κατάληξη, είναι προφανές πως η ποίηση παρέμεινε εκτός, με ευθύνη της κοινωνίας όχι ποιητών∙ όσο και αν η ποίηση χρησιμοποιήθηκε, και χρησιμοποιείται σήμερα ακόμη περισσότερο, ως ψιμύθιο της κοινωνικής αποσύνθεσης.

Πότε γράφει κανείς ποίηση; Όταν δονείται από το πάθος των συναισθημάτων ή όταν απομακρύνεται από αυτό και βλέπει καθαρότερα;
Οι δύο περιπτώσεις του ερωτήματος θεωρώ πως δεν συνδέονται με τη δημιουργία της ποίησης. Κατ’ αυτούς τους δύο τρόπους γραφόταν ένα μέρος της ποίησης έως τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Έκτοτε συνέβησαν αξιοσημείωτα φαινόμενα, τόσο στο πεδίο της προσπάθειας να γραφτεί ποίηση όσο και στο πεδίο της ποίησης.

Ο Βαλερύ έλεγε ότι: «ένα Ποίημα δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο εγκαταλείπεται». Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
Δεν συμφωνώ σε τίποτε με τον μακαρίτη.

Πότε περιορίζεται η ποιητική δύναμη ενός ποιητή; 
Ποτέ. 
 
«Ο καθείς και τα όπλα του», έλεγε ο Ελύτης. Ποια πρέπει να είναι τα όπλα ενός ποιητή στην υπηρεσία της ποίησης;
Προφανώς ο εν λόγω κύριος εννοούσε τα εφόδια για την επίτευξη κάποιου σκοπού. Τόσο τα εφόδια όσο και ο σκοπός με αφήνουν αδιάφορο.

Πώς αρχίσατε να ασχολείστε με την ποίηση;
Δεν γνωρίζω, μπορώ όμως να προσεγγίσω αμυδρά ένα περιστατικό: όντας στην πρώτη γυμνασίου καθυστέρησα να φτάσω στην ώρα μου πριν την πρωινή μάζωξη που γινόταν στο προαύλιο. Φτάνοντας παρατήρησα τους πάντες να κάνουν τον σταυρό τους και να σκύβουν το κεφάλι, ήταν η εικόνα μίας εμπειρίας της οποίας έγινα για πρώτη φορά εποπτικός παρατηρητής.

Είναι η ενασχόληση με την Ποίηση μια επικίνδυνη διαδικασία;
Στο ξεκίνημά της είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, κατόπιν γίνεται επικινδυνότερη.

Πώς βλέπετε το μέλλον της ελληνικής ποίησης; Υπάρχει σήμερα μια ελληνική σχολή ποίησης με τον τρόπο που τη γνωρίσαμε από την περίφημη γενιά του ’30, ή τη γενιά του ’70;
Έχω τοποθετηθεί ολικά και τεκμηριωμένα σχετικά με αυτό το ερώτημα. Δεν θα ήθελα να επανέλθω. Συνοπτικά θα υπογραμμίσω μόνο πως τα φαινόμενα της ποίησης κρίνονται με τους όρους της ποιητικής τέχνης και όχι με άλλους. Οι θεωρήσεις και οι απόψεις που απορρέουν από τη χρήση κριτικών και αξιολογικών όρων που δεν αφορούν την ποίηση αλλά το κατά το δοκούν απεικόνισμά της, είναι άκυρες.

Αν γράφατε εσείς σήμερα «γράμμα σε έναν νέο ποιητή» τι θα τον συμβουλεύατε να κάνει;
Αυτό που θέλει να κάνει, και μόνο.

Τι μέλλον πιστεύετε ότι έχει η ελληνική ποίηση στο εξωτερικό; Πόσο γνωστή είναι;
Το μέλλον της είναι παντού ίδιο. Παντού την ευτελίζουν παντού την εγκωμιάζουν.

Σε μια χώρα όπου από την εποχή του Ομήρου έως σήμερα γράφεται ανελλιπώς ποίηση ποια πιστεύετε πως είναι η κοινωνική αποστολή ενός ποιητή, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Πώς βλέπετε εσείς τη σημερινή κοινωνική και πολιτισμική αποδόμηση της χώρας;
Ο ποιητής δεν έχει κοινωνική αποστολή, παρότι η ποίησή του μπορεί αντίκρισμα κοινωνικό να έχει. Το ερώτημα αυτό έχει νόημα μόνον εάν αντιστραφεί και τεθεί προς απάντηση από την κοινωνία. Όσο για την Ελλάδα, ας μου επιτραπεί να επαναλάβω μία τοποθέτησή μου από το 2007, «έχει ξεχάσει το παρελθόν της, το οποίο της ανήκε, και δεν έχει αποκτήσει επαφή με το παρόν της το οποίο είναι υποχρεωμένη να το δανείζεται».

Ο σύγχρονος αναγνώστης είναι ικανός να «ξεκλειδώσει» τα μυστικά της ποίησης ή έχει χάσει την παρθενικότητα των αισθήσεών του σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να κατανοήσει τη μαγεία της;
Δεν είμαι αρμόδιος να το απαντήσω αυτό. Εικάζω, μα η κατάθεση μιας εικασίας δεν είναι καλή και ειλικρινής απάντηση.

Ποια πιστεύετε πως είναι η προοπτική της ποίησης που γράφεται σήμερα και κατά πόσο αυτή η προοπτική συνδέεται με το παρελθόν της ποίησης;
Το θέσατε επιτυχώς εφόσον κάνατε διάκριση της ποίησης που γράφεται σήμερα από την ποίηση που ονομάζεται σύγχρονη. Η ποίηση που γράφεται σήμερα είναι ως επί το πλείστον μία ποίηση παλιά, άλλοτε σε μεγάλο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό παρωχημένη, επαναλαμβανόμενη, ανεξάρτητα από τις εμφορήσεις που διαθέτει. Η σύγχρονη ποίηση είναι περιεχομενικώς νέα και είναι εκείνη που επιφέρει κάποια προοπτική. Προοπτική δίχως περιεχομενική ρήξη και περιεχομενική επινόηση δεν μπορεί να υπάρξει. Η σύνδεση, δηλαδή, με το παρελθόν, είναι αναπόφευκτη, όμως πρόκειται για μία σύνδεση απορριπτική∙ στον βαθμό που η στοιχειακή εννοιολόγηση του παρελθόντος, η ανακαίνιση των περιεχομένων του παρελθόντος, έχουν επιτευχθεί. Αυτές οι δύο επιτεύξεις τεκμηριώνουν τη νεότητα της ποίησης

Τελικά, κ. Λειβαδά χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μίζερους καιρούς;
Υπήρξαν ποτέ καιροί που δεν ήταν μίζεροι; Η απάντησή μου βρίσκεται στη λύση του ερωτήματος που έθεσα.


11/10/18

Γιάννης Λειβαδάς: Η διενέργεια και η υποχρέωση [Book Press, 11-10-2018]


 



















Το 2006, όταν εισήγαγα την ιδέα πως ο ποιητής είναι νεκρός ως αληθινός φανερωμένος1 συνθέτοντας κατ’ αυτόν τρόπο την ποίηση του γίγνεσθαι η οποία ακυρώνει τις προθέσεις και τα αποτελέσματα της ποίησης του είναι – καθιστώντας την παρωχημένη, οπισθοδρομική∙ και όχι ανάξια λόγου και κρίσεως όπως λανθασμένα συμπέραναν πολλοί – γνώριζα εκ των προτέρων πως αρκετοί θα έσπευδαν αυτή την ιδέα να την οικειοποιηθούν, στρεβλώνοντάς την και εντάσσοντάς την αυθαίρετα στα πλαίσια της ευλογοφάνειας και του ευρηματισμού τους.
Η επαλήθευση αυτή – βλέποντας όλο το ενδιάμεσο διάστημα μέχρι πολύ πρόσφατα, να γράφονται σεντόνια ή μαντήλια αναφορικά με αυτή την ιδέα, παρουσιάζοντάς την με την απαιτούμενη εμμεσότητα που αρμόζει σε καθετί ιδιοποιημένο – δεν έχει καμιά αξία και δεν σημαίνει έξω από τον θόλο της κεφαλής μου απολύτως τίποτα, υποδηλώνει όμως ένα μέρος της σημασίας και των διαστάσεών της. Ξεκαθαρίζω εδώ, συνοπτικά, πως εκείνο που εισήχθη την ιδέα μ’ εκείνη, ήταν: το πως δύναται να καταλήξει ζωντανός ο νεκρός και όχι το αντίθετο, που αποτελεί ηθικό και αισθητικό θέσφατο το οποίο διαπνέει απ’ άκρη σ’ άκρη τους ορίζοντες της λογοτεχνικότητας, μα όχι της λογοτεχνίας. 
Επιστρέφω, συναπτώς, στο ζήτημα της ύπαρξης ή της απουσίας δύο πραγμάτων: του περιεχομένου και της γλώσσας∙ όχι όμως (και αυτό είναι το σημείο της ποίησης την οποία εννοώ) ως περιεχόμενο και γλώσσα κατά το δυνατό, μα κατά το αδύνατο. Από το σημείο αυτό εκπηγάζει η οργανική αντιμετάθεση, η οποία με πάσα σαφήνεια έχει εξηγηθεί πως δεν εντάσσεται στη μακρά λίστα των «αντι-», που στοιβάζονται αρειμανίως στον αυλόγυρο του μεγάρου της στιχικής συμπεριφοράς και της φαινομενικότητας.
Εκεί, οι μόδες των ανοικτών, των μισάνοιχτων αλλά και των σφραγισμένων φέρετρων, των θρηνωδιών και της συσκότισης∙ όλη  η γκάμα, εν πάση περιπτώσει, της επικοινωνιακής σκηνογραφίας (που αφορά τις ποιητικές αδικίες, τους παραμερισμούς της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής αλλά και των μεταξύ τους συνδέσμων) δεν μπορούν να υπάρξουν∙ ένεκα που άλλος δημιουργημένος νεκρός από αυτόν της οργανικής αντιμετάθεσης ετούτη τη στιγμή δεν υφίσταται, και δεν υπάρχει τρόπος μήτε λόγος, μήτε ανάγκη, να υπάρξει. Αυτό το λογοτεχνικό περιβάλλον που διέπεται, μα και διευθετείται, από τέτοια πολυτέλεια προβλημάτων και προβληματισμών, είναι υπερπλήρες.
Πρωταίτιο και πρόθεση να εκφράζεται και να εξηγείται κανείς κοινωνικά, (ήτοι να απευθύνεται στιλιστικά, με τα δεδομένα που ο αποδέκτης προϋποθέτει ή δίνει στον εαυτό του το περιθώριο εκ του γράφοντος να εγκρίνει, υπό την έννοια μίας διαφορετικότητας διευθετημένης, προσχηματικής) δεν εμπλέκονται στη σύλληψη και τη δημιουργία της ποίησης. Οι αντιστοιχισμένες λειτουργίες που αναγνωρίζονται από τις ζευγαρωτές αντιδράσεις μεταξύ προσκομιζόμενου και αντικτύπου, εκ φύσεως αδυνατούν να αδυνατίσουν τόσο ώστε να χαλαστούν, να αποτελειωθούν, να σβηστούν∙ ώστε κάτι, κάπου, να ξεκινήσει να υποδηλώνεται, να σημαίνει. Ως ποίημα να διενεργείται.
Η άποψη εκείνου που δεν φέρει ιδέες, που δεν καταφέρνει την ποίηση,  είναι μία φορά λανθασμένη διότι εκείνου που, φέροντας ιδέες, την ποίηση καταφέρνει, είναι μία φορά σωστή, επίμαχη. Εάν εκείνος που δεν την καταφέρνει είναι διπλά λανθασμένος, εκείνος που την καταφέρνει είναι σωστός δύο φορές. Ήτοι, εάν εκείνος που δεν καταφέρνει την ποίηση διαθέτει άποψη σωστή, τότε εκείνος που την καταφέρνει δεν ξέρει τι λέει. Γνωρίζει κανείς μόνο όταν την ποίηση διενεργεί∙ και έως εκεί όπου έχει διενεργήσει. Η διάκριση ανάμεσα στο για και το με, η οποία στο «Ανάπτυγμα» βρίσκεται ανειλημμένη.
Στην περίπτωση ενός με, η ακύρωση μπορεί είναι το αντίθετο του άκυρου, όπως το ήθος μπορεί είναι το αντίθετο της ηθικής – η πράξη της ποίησης, δηλαδή η ποιητική δράση είναι μία θέση κενή∙ όσο  ισχυρή είναι η θέση τόσο είναι και άκυρη, λειτουργεί  επαναπροσδιορίζοντας την κενότητά της όσες φορές χρειαστεί.
Δηλωτική της σπανιότητας της εφαρμογής του με, είναι -θα ήταν άδικο να μη γίνει γι’ αυτήν μία επιπλέον αναφορά- αυτή η εμπειρογνωμοσύνη που κατατίθεται ως πόρος, όχι μόνο ποιητικής τοποθέτησης μα και προέλευσης, του πόνου. Η υποκρισία ενός πόνου ο οποίος είναι υποκριτικός επειδή είναι πόνος μικρός και μεγεθυμένος, πλαισιωμένος από ωραιοποιήσεις και επιθυμίες. Ο μεγεθυντής του πόνου, λίγο ενδιαφέρει εάν δεν είναι τίποτε άλλο από τσαρλατάνος, καθώς δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο από ένας αφελής, ένας κρυφο-αισιόδοξος, που καταπνίγεται στον αγώνα του για ανανέωση της αναγνωστικής κοινότητας των έργων του.
Κάθε πτώση είναι επώδυνη και τρομερή με βάση τον κόπο της πιθανής καταοπινής αναρρίχησης, ή το δράμα της παραμονής στο ναδίρ – ακόμη και η πτώση από την κεφαλή μιας όρθιας καρφίτσας μπορεί να είναι συγκλονιστική. Εντούτοις μόνο η αυτόνομη, η δια-χρονική, δηλαδή, πτώση είναι αληθινή∙ με τον τρόπο που οι λέξεις του ποιήματος επιβεβαιώνουν το άλεκτο της ποίησης. Το άλεκτο θα ήταν ένα ψέμα εάν δεν υπήρχαν οι λέξεις της ποίησης, εάν δηλαδή καθίστατο λεκτό μέσω των ποιημάτων. Εξ ου το ότι η ποίηση δημιουργεί αποκλειστικώς περιεχόμενο και όχι έννοιες, ερμηνείες, ή σημασίες. Μολονότι εννοιολογεί, ερμηνεύει και σημασιοδοτεί, το ποίημα δεν είναι καμπή προς την ποίηση ή από την ποίηση προς τον αναγνώστη, αποτελεί ποίηση, δεν τοποθετεί τον αναγνώστη σε κατάσταση δικαιώματος, μα, αντιθέτως, σε κατάσταση υποχρέωσης∙ όπως έχω σε προηγούμενα δοκίμια καταδείξει. Το περιεχόμενο της ποίησης είναι δύο πράγματα: μια εποπτεία, και κάτι που δεν γνωρίζουμε και αδυνατούμε παραχρήμα να κατανοήσουμε, παρότι μέσω της ποίησης αυτομάτως ορθά το ιεραρχούμε2.
Ο ποιητής δεν συνεργεί με τον αναγνώστη έχοντας ως στόχο κάποια υπονόμευση – αυτή η συνεργία στις αρχές του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική ως προς τη βεβαιότητα που την διακατείχε, φτάνοντας στο σημείο της απόλυτης αποσύνθεσής της, καθώς οι πολιτικές και πολιτισμικές δομές απαλλάχτηκαν από τους ενδοιασμούς τους, με μία ετοιμότητα ισχυρότερη από τη δική της, και την εγκολπώθηκαν∙ αντιστρέφοντας τον σκεπτικισμό και την αμφισβήτηση της συνεργίας αυτής, με τον τρόπο που η ποίηση είχε στις αρχές του εικοστού αιώνα θεαματικά αντιστρέψει τις πολιτικές και πολιτισμικές συμβάσεις, μετατρέποντάς τες σε καύσιμη ύλη. Η όποια υπονόμευση αφορά την ποίηση, τη δοκιμασία και τη διερεύνηση εναυσμάτων μέσω της υπαρξιακής αναίρεσης του ποιητή. 
Η οδύνη, λοιπόν, που προκαλεί το πως η ποίηση διαφεύγει τόσο «αινιγματικά» -αναγκάζοντας έναν ανυπολόγιστο αριθμό ανθρώπων να καταφεύγουν στην κατασκευή ειδώλων της κατά το δοκούν, για να αποθέτουν σε αυτά τις επιθυμίες και τις αντιρρήσεις τους- είναι πιο βαριά και πιο αφόρητη από την οδύνη του κενού που καθιστά τους ανθρώπους αληθινούς∙ η δεύτερη εξάλλου είναι, μακράν,  σημαντικότερη, διότι είναι αναλλοίωτη και παντελώς ανώφελη. Προσεύχεται κανείς γραπτώς σ’ αυτά τα είδωλα για να αποκομίσει τις αποδείξεις εκείνες που συνθέτουν τις προσευχές του: εκεί το προτιμότερο είναι ποιητικώς ανώτερο από το ποιητικό καθώς το ποιητικό όντας απροσέγγιστο καθίσταται ποιητικώς κατώτερο, έως ανώφελο.
Η ποίηση, λέω στον πιθανό αναγνώστη, βρίσκεται μετά το αδιέξοδό της και όχι πριν απ’ αυτό, βρίσκεται μέσα στη ζωή μα δεν κινείται με τη φορά της, διακτινίζεται, όντας μία ακατάπαυστη προθανάτια γνώση που τείνει να επινοήσει την ανυπαρξία της.


Ροσκόφ 7 Αυγούστου - Παρίσι 18 Αυγούστου
2018.


1 «Ο πραγματικός ποιητικός λόγος αδιαφορεί μπροστά στην διαβόητη «ανάσταση», στην περίπτωσή μας δηλαδή, την τεκμηρίωση μίας ποιητικής Φανέρωσης, πολύ απλά γιατί τίποτα δεν έχει πεθάνει, παρά μόνο ο ποιητής. Ο ποιητής (ήτοι η ποίηση) είναι ο Νεκρός (ο αληθινός Φανερωμένος). Το ανήκουστο και αέναο της δυνατότητας Να Είναι.» («Ανάπτυγμα», εκδόσεις Κουκούτσι 2015).
2 «Από την πτώση ως το περιεχόμενο της ποίησης» θραύσμα από την ομιλία παρουσίασης  της ποιητικής σύνθεσης «Άπτερος Νίκη – Μπίζνες – Σφιγξ» που έγινε το 2009, το οποίο δημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο του ποιητή το 2011.

Αρχειοθήκη ιστολογίου