Η καύτρα, αναληπτικό ενός καταλογισμού. Τότε προς τι το μοιραίον; Σάμπως γονιμοποιεί κάποια αυτογένεια; Όχι, τουναντίον, την αποκλείει1.
Για την
ίδια την ποίηση, δεν έχω να προσθέσω πολλά. Όσα είχα, είτε εκδόθηκαν είτε
βρίσκονται υπό έκδοση. Τα υπόλοιπα που δεν γνωρίζω τα αφήνω να γίνουν. Να
ωριμάσουν το κενό τους. Εδώ, στο δεύτερο αυτό πρόχειρο σημείωμα, θίγω κάπως πιο
επικεντρωμένα το κοινωνικό στίγμα της ποίησης. Το οποίο είναι πεποιημένο.
Το γεγονός πως έχει αναπτυχθεί η
επένδυση στην ποίηση ως κοινωνικό σπορ, είναι αδιαμφισβήτητο. Εντούτοις, αυτός
ο κοινοτοπικός αθλητισμός αποτελεί στο εξής «ποιητικό είδος», συνεπώς δεν
χρειάζεται να επεκταθώ. Υπάρχουν όμως δύο πράγματα τα οποία θέλω να
υπογραμμίσω, το πρώτο αφορά το απεικόνισμα της ποιητικής δημιουργίας από την
πλευρά της κοινωνίας, και το δεύτερο αφορά το απεικόνισμα της κριτική της.
Η ποίηση, όντας ανολοκλήρωτη,
είναι ένα ολικό, ζόρικο πράγμα, και η κριτική ακολουθεί δεύτερη, όντας επίσης
ανολοκλήρωτη, μετά απ’ αυτήν. Εάν κάτι, τελικώς, διεκδικείται, δεν είναι παρά
κάποια ακρίβεια στην προσωπική κατάρρευση, με όρους απάλυνσης, ομοίωσης∙ όντας
οι ενδιαφερόμενοι βίαια αποθαρρυμένοι από τον τρόπο με τον οποίο έχουν, από
κοινού, επιλέξει να σκέφτονται. Είναι λογικό επακόλουθο να μην φτάνουν ποτέ σε απώλεια, κι αυτό τους δίνει την εντύπωση
μίας τραγικότατης «απώλειας» η οποία υφίσταται μόνο και μόνο για να αναθερμαίνει
τις μικρές φλόγες της προσφιλούς τους, ευάλωτης και διακριτικής «κόλασης».
Καταγράφεται μία εντονότατη προσπάθεια να εντοπιστεί κάποιο οδικό δίκτυο στο
χάος, και το εντοπίζουν∙ μονοπάτια, τα οποία κάποια ανώτερη ισχύς αποκρύπτει
στον σωτήριο χάρτη. Αυτά συναποτελούν τις ακριβείς διαστάσεις της σκιάς τους.
Τέλειος υποκορισμός.
Μέσω του
εκδοτικού και εκπαιδευτικού εμπορίου, η ποίηση εμφανίζεται ως μία απασχόληση εκατοντάδων
χιλιάδων ανθρώπων. Όλα, ή σχεδόν όλα, τα ποιήματα που γράφονται είναι πλέον
πρωτοποριακά, επαναστατικά και πρωτόγνωρα, θα έλεγα άψογα. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις ένα ποίημα που να
μην είναι κάτι τέτοιο. Αυτό εξηγείται: η κοινωνία είναι γεμάτη πρωτοπόρους,
εικονοκλάστες, επαναστάτες, και
ανυπέρβλητους τεχνίτες. Μία κοινωνία ιερών αγελάδων-ποιητών. Το αποδεικνύει η
κατάστασή της, η πορεία της, η καθημερινότητά της. Πιο ειδικά, το αποδεικνύουν
οι σχέσεις μεταξύ των ιερών αυτών όντων, τα ερμηνεύματά τους.
~
Δεν
νομίζω πως υπάρχει κάτι πιο στοιχειώδες, στοιχειακό, από το κενό. Η τεκμηρίωση,
η προσπάθεια τεκμηρίωσης, του κενού είναι η ποίηση1. Το κενό είναι
τόσο αληθινό ή τόσο ψεύτικο, που δεν μπορείς να το προασπιστείς, δεν υπάρχει
τρόπος να το υποστηρίξεις, δεν υπάρχει δυνατότητα να το αμφισβητήσεις, να το
προσβάλλεις. Ακριβώς γι’ αυτό η ποίηση εξαναγκάζεται την αποδοχή ενός
παρελθόντος γιατί δίχως αυτό δεν μπορεί να έχει παρόν. Διαθέτοντας ένα παρόν,
υποχρεώνεται ένα μέλλον. Αυτό αποτελεί ένα από τα μείζονα παράδοξα της ποίησης
όσο και της ύπαρξής μας, γιατί αυτός ο εξαναγκασμός, αυτή η υποχρέωση, έχουν τη
δυνατότητα να μετατίθενται ακόμη και αντιστρόφως. Δηλαδή, οι ποιήσεις
δοκιμάζονται όπως οι υπάρξεις∙ άλλες εγκλωβίζονται στο παρελθόν, άλλες στο
παρόν και άλλες στο μέλλον. Στη μόνη εξ αυτών οριακή κατάσταση, σ’ εκείνη του
μέλλοντος, ο ποιητής αποπειράται. Στις άλλες δύο ο ποιητής ενασμενίζεται για
τις προτιμητέες του προϋποθέσεις. Σε αυτές, τις δύο τελευταίες, επιδίδονται ενασμενίζοντες,
ηθικιστές και ιδεολόγοι, δηλαδή οι γνήσιοι εμπαίκτες. Υπό την προϋπόθεση πως η
ποίηση δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε∙ διότι, αν η ποίηση εξακολουθεί ίδια,
τότε αυτά που σημειώνω ανήκουν στα ορύγματα των αποπατημάτων.
Ο διανοητικός ηθικισμός, αυτό το
πράγμα, το οποίο έχει επικαθήσει σε κάθε έκφανση της ζωής, καθορίζει σχεδόν
απόλυτα τις μορφές, τις τάσεις της κοινωνικής όσο και της καλλιτεχνικής ζωής.
Εκείνο το φανταστικό σημείο που, με δραματικό τρόπο, προοιωνίζονταν κάποια
σπουδαία λογοτεχνικά έργα, όπου οι λέξεις και οι πράξεις θα έχουν απωλέσει το
νόημά τους, είναι γεγονός. Ζούμε σε αυτό ακριβώς το σημείο. Ο άνθρωπος δεν
αναγνωρίζει τον εαυτό του, συνεπώς δεν αναγνωρίζει τίποτα μέσα στον υπαρκτικό
του περίγυρο. Αυτό εκπροσωπούν τα κείμενα που γράφονται, με τις εξαιρέσεις να
γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Αυτή η εξαιρετικότητα είναι ο φορέας της ποίησης.
Οτιδήποτε άλλο είναι αμιγώς κοινωνική ή ψυχολογική εκτόνωση. Το τρομερό δίκιο ή
άδικο του καθενός. Μακρυγορίες κάθε σπουδαίας μάρκας, πληροφοριογραφίες.
Αυτή η ομοιογενοποίηση οδηγεί
κατ’ ανάγκη σε σχολιασμό που δεν αφορά την ποιητική τέχνη, όμως περιγράφει τα
στεγανά μίας διάχυτης κοινωνικής ονειροφαντασίας.
Εκείνο το φτιαχτό ζήτημα της «κοινωνικής
παρουσίας» του λογοτέχνη είναι πλεονάζον, παρεκτός και αν ως την ώρα που αυτό
τέθηκε, ο λογοτέχνης δεν υπήρξε, έκανε άλλη δουλειά. Η λογοτεχνική κριτική, η
οποία πρωτοστατεί, είναι σε τέτοιο βαθμό συνυφασμένη με αυτές τις
διαστρεβλώσεις, που όταν σχολιάζεις τη μία, ταυτοχρόνως σχολιάζεις τις άλλες. Αυτού του είδους τα σοφίσματα είναι
χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε. Τα έχω θίξει, γραπτώς,
εδώ και μία δεκαετία.
Εκείνοι που πρωτοστατούν ανάμεσα
σε όσους παριστάνουν πως κωφεύουν, αρκούνται στο να συμπεριλαμβάνουν κομβικές
φράσεις από τους σχολιασμούς και τα δοκίμια μίας χούφτας δημιουργών μέσα στα
δικά τους πονήματα, σε μία απόπειρα να υποστηρίξουν τις απεραντολογίες τους. Όργιο
αντιγραφών και μεταγραφών. Μεγάλα ψαχνά από έργα και δηλώσεις σημαντικών,
νεκρών ή εν ζωή, δημιουργών, διακοσμούν δεκάδες συνεντεύξεις, άρθρα, ποιήματα∙
είτε αποσπασμένα, είτε ανέμπνευστα αναδιατυπωμένα. Όλων των ειδών τα παράσιτα
επιβιώνουν με το αίμα λίγων ανθρώπων. Αυτός ο, κάπως παράδοξος, τρόπος,
κατέληξε να είναι ο πλέον συνήθης που ευνοεί τη διάδοση σημαντικών κειμένων. Η
παρασιτία ευνοεί καμιά φορά τον ξενιστή.
Από πλευράς κοινωνίας, η ποίηση
έχει στραφεί στη φιλοδοξία μίας απανταχού παρουσίας, η οποία, σύμφωνα με τις
προθέσεις της, δεν μπορεί παρά να επικουρεί στην εξαφάνιση της ζωτικότητας, όσο και αν προσπαθεί να διαβεβαιώσει για το
αντίθετο, χρησιμοποιώντας την πλειονοψηφία της. Πιστεύει τόσο βαθιά στον εαυτό
της που έχει απ’ αυτόν πλήρως αφομοιωθεί. Οι μέθοδοι δε, που μετέρχονται, ανεξαρτητοποιούνται δραματικά από τις
σημασίες μέσω των οποίων αρχικώς αναφλέχθηκαν, καθώς οδηγούνται σε μονότονη
αυτοαναφορικότητα ανεπιγνωσίας.
Η κοινωνία μαλάσσει τον εικοστό
πρώτο της αιώνα. Η συνηγορούμενη απάτη προσελκύει όσο τίποτε άλλο, όπως ο
τελευταίος νερόλακκος τα ζώα που καίγονται μέσα στον καύσωνα. Οι λεγόμενες
ποιητικές πεποιθήσεις δεν είναι παρά κλάδοι μίας βασικής, φινετσάτης και
κατανοητής, προσαρμογής, όπου η φαντασιώδης παραβατικότητα, οι κάμερες, τα
μικρόφωνα, ο πιθηκισμός δια μικροφώνου, είναι εργαλεία πιο αναγκαία στους
ποιητές απ’ όσο είναι ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί. Η εμπειρία, ως αξία,
έχει αντικατασταθεί από τη φαντασιοκοπία. Η φαντασιοκοπία γεννά πλαστότητα.
Ήταν αναμενόμενο να σπανίζει η επινόηση.
Οι συγκινήσεις που γεννούν οι
προκαταλήψεις είναι πιο αρεστές από εκείνες που γεννούν οι αντιθέσεις. Οι
κοινωνίες ζουν με τις λατρεμένες τους προκαταλήψεις και, μια στο τόσο,
υποδύονται πως έρχονται σε σύγκρουση με το καθολικώς επιβαλλόμενο, δηλαδή με τον
ίδιο τους τον εαυτό, προωθώντας κάποια από τις προκαταλήψεις ως ανατρεπτική λύση
των προβλημάτων τους. Εν ολίγοις, όχι μόνο έχουν φροντίσει να σκαφτεί ο λάκκος
τους, αλλά τον έχουν αναγάγει σε μνημείο. Μίλτων, Μπλέικ, Ουίτμαν, Ρεμπό, Σαντράρ,
στα σκουπίδια. Ο εικοστός αιώνας, ο οποίος κατέδειξε τη βαρβαρότητα της
λογοτεχνικής πλήθυνσης, δηλαδή της μετατροπής της λογοτεχνίας σε αμιγώς
εμπορικό προϊόν∙ σαν να μη συνέβη ποτέ.
~
Η κριτική, ασκείται μέσω της
σύγκρισης έργων και μέσω της σύγκρισης των έργων με την υποστασιακή προσέγγιση
της ποίησης. Αυτή η κριτική είναι απούσα. Στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο
διαφημίσεις έργων για τα οποία αυτή η «κριτική» διαφήμιση είναι
απαιτούμενη, ώστε να καθυστερηθεί όσο το
δυνατόν περισσότερο η διαδικασία της ταχείας τους αποσύνθεσης.
Ο κριτικός, ο πραγματικός
κριτικός, είναι ένα ον που μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στον κόσμο των βιβλίων,
η ζωή του εξαρτάται από τις τυπωμένες σελίδες. Εντούτοις τουλάχιστον τα οκτώ
δέκατα όσων ισχυρίζονται πως ασκούν κριτική δεν είναι βιβλιοφάγοι. Η λεγόμενη
βιβλιοκρισία δε, φαίνεται πως τείνει να αντικαταστήσει τους κριτικούς με τους, αμέτρητους πλέον, αρθρογράφους, οι οποίοι
ισχυρίζονται πως είναι κριτικοί. Αργά ή γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς πως τα
πάντα αιωρούνται στην αχλή των, πληρωμένων συνήθως, καταχωρήσεων και μίας
πολυφωνικής, πλουραλιστικής αεροβασίας. Ουδείς κριτικός μπορεί να είναι, σε
τέτοιο βαθμό αδιαφώτιστος, υπάλληλος εκδοτών ή μέσων ενημέρωσης.
~
Η ποίηση είναι δημιουργούμενη. Ο
ποιητής είναι νεκρός διότι δεν γεννιέται ποτέ εντελώς. Κι οι δυο προηγούμενες τοποθετήσεις
συνάγονται από κάποιο έργο. Εκείνο που ευδοκιμεί στο κενό. Έχω επανειλημμένως
σχολιάσει πως η ποιητική τέχνη είναι μία αμιγώς μεταφυσική κατάσταση, διόλου
κοινωνική ή κοινωνικοβαρής. Ας αποκτά περιπτωσιακώς κοινωνικές προεκτάσεις.
Αυτή μου η άποψη με συντονίζει εκών άκων με την ποιητική σπανιότητα, σε
δυσαναλογία με την τρέχουσα διακίνηση ποιητικών βιβλίων. Παρομοίως πιστεύω πως
κάθε κριτική που οδηγεί σε ποσοτική ελάφρυνση της λογοτεχνίας, είναι σημαντική3.
Η ποίηση, πριν ανατρέψει το
αναγνωστικό της κοινό, έχει προηγουμένως ανατραπεί από τους ποιητές. Η ποιητική
γλώσσα δεν εμφανίζεται για να προκαλέσει κάποιο αποτέλεσμα, μολονότι προκαλεί∙
δηλώνει τη σχέση του ποιητή με τον
χρόνο, εμφανίζει το πώς εκείνος καθορίζει τον χρόνο από τον οποίο καθορίζεται.
Η ποίηση είναι ένα προσεχές, ανεκχώρητο, πρότυπο4.
Πέρα από τη συνθήκη της βιοτής
του ποιητή, υπάρχει και η συνθήκη της γραφής, το πλαίσιο εννοιολόγησης της
επινόησής της, το οποίο λειτουργεί κατά
τη διάρκεια της γραφής και αποτελεί προέκταση της πρώτης. Αυτό το πλαίσιο,
όντας μία έκταση σημασιών και επανακρίσεων,
είναι απολύτως χαρακτηριστικό και μείζον. Εγγυάται το ποιόν του ποιήματος,
τη βασιμότητα του περιεχομένου του. Το πλαίσιο και το περιεχόμενο έχουν αιτιώδη
σχέση, ειδάλλως το ένα θα αναιρέσει το άλλο, θα φανερώσει πως το ποίημα δεν
είναι παρά μία συγκάλυψη. Για παράδειγμα: πόση βαρύτητα μπορεί να έχει ένα
σχόλιο για την αξιοπρέπεια μέσα σ’ ένα κείμενο που εξαίρει κάποιον ολοκληρωτισμό, πόση εγκυρότητα μπορεί να φέρει
μία νύξη ανθρωπιάς μέσα σ’ ένα κείμενο υπεκφυγών. Απλούστατα πράγματα. Κατά
συνέπεια, αυτό το πλαίσιο εννοιολόγησης, δεν είναι άλλο από την αισθητική του
ποιήματος, είναι η κατοικία του ήθους του. Προσωπικά, διαπιστώνω την ύπαρξη
ενός τέτοιου, ικανού πλαισίου, σε ελάχιστα δείγματα ποίησης. Αυτό εισπράττεται
από πολλούς ως έπαρση ή κακία, μολοντούτο πρόκειται απλώς για μία εξόφθαλμη
διαφορά.
Ο βαθμός συνεννόησης με την
κοινωνία είναι αντιστρόφως ανάλογος με τον βαθμό ποίησης. Οπωσδήποτε, οι
απόλυτες αναλογίες και αντιστοιχίες με τις έννοιες, βρίσκονται, εκ φύσεως, στην
οδό των μεταστροφών, από το ένα άκρο ως το άλλο, δηλαδή, από το κίνημα της αρχέγονης βλακείας έως το άδειασμα της
συνείδησης5.
Οι ζωές, εξαντλούνται
προσποιούμενες τα φάρμακα για τη θεραπεία της μοίρας. Άπαντες προσπαθούν να εξυψώσουν
κάτι ώστε να δικαιολογηθεί η προοδευτική τους παράνοια. Σε αυτή την, παντελώς
απάνθρωπη, διαδικασία, έχει εμπλακεί σοβαρά η λογοτεχνία. Ως επί το πλείστον η
ποίηση. Πωλείται και καταναλώνεται αφειδώς ως δισκία ελευθερίας ή
ελευθεριότητας. Μαζικές καταστάσεις, χολέρα.
Η αλήθεια όμως, είναι
συγκλονιστική. Δεν γίνεται να είναι κάποιος ποιητής εάν κάποιος άλλος δεν
είναι. Τίθεται η προϋπόθεση μίας καύσιμης σχετικότητας. Ακριβώς όπως η φθορά
του υλικού σώματος δεν μπορεί να διασώσει το πνεύμα από τον αέναο πυρετό του,
από τη διαρκή του ρίψη σε κάτι
απροσέγγιστο6.
Η ποίηση ορίζεται από τη
διάρκεια αυτοβουλίας του ποιητή, γιατί ο
ποιητής έχει διαβεί την αυγή του θανάτου.
Παρίσι,
Νοέμβριος 2016.
____________
1, 2, 4
Αναφορές στον τόμο δοκιμίων και σημειωμάτων «Ανάπτυγμα» (Κουκούτσι 20015).
3, 5, 6 Αναφορές
στον υπό έκδοση τόμο «Το Φλεβοκόπημα Του Μπραμαπούτρα [Διατρέξαντα 2004-2016]».