http://www.bibliotheque.gr/article/59676
Δίχως να είναι σκόπιμο, η
ποίηση, ανάμεσα σ’ όλα που προξενεί, θίγει και υπολήψεις.
Εδώ και δεκαετίες, η ποιητική
έκφραση, που ως ποίηση διακινείται, έχει αρχίσει κλιμακηδόν να βυθίζεται, να
υπακούει, στις ισοπεδωτικές οδηγίες της πολιτισμικής εξουσίας, θεωρώντας
εντούτοις πως επιχειρεί κατορθώματα.
Η κουλτούρα της καταπίεσης (της
πραγματικής καταπίεσης που περνιέται για αναμόρφωση) έχει εγκατασταθεί σε κάθε
μορφής ιστό της βιοτής, έχει υπερισχύσει. Όχι τόσο με την ενεργητική της
διάσταση, μα κυρίως με την παθητική της. Γράφει κανείς, μέσω, και για
λογαριασμό, αυτής της καταπίεσης, εκφράζοντάς την τελικώς στον βαθμό που τίποτε
άλλο δεν εκφράζει. Είτε γράφει, τρόπον τινά, για να την αποτινάξει, είτε για να
την αναγορεύσει, αναδεικνύοντας εν τέλει την ανυπαρξία ιδιοσυστασίας μεταξύ του
δικού του περιεχομένου και του περιεχομένου εκείνης. Εμφανίζεται, δηλαδή, μία
ποίηση περιεχομενικώς ομοιωματική, όπου
συγκεκριμενοποιείται το ωχριών (ειδικά σε κάποια από τις «αντιδραστικές» του
παραλλαγές) και ουδόλως το υπερβαίνον.
Χαώδης η ετερότητα ανάμεσα στην
ηθική και το ήθος, ακόμη πιο χαώδης η ετερότητα ανάμεσα στην ποιητική και την
ποίηση.
Άπαξ και κάνει την εμφάνισή της
κάποια αράδα που σχετίζεται με τον «αιματικό κανόνα», όπως τον ονομάζω, ο
γράφων έχει φροντίσει πριν από οτιδήποτε άλλο να αναμίξει και το δικό του,
υγειές αίμα, ώστε να εκβιάσει εκείνη τη συγκολλητική ευγένεια που θα τον
κατατάξει στους αιματοπότες/αιματοδότες
της ποιητικής ιστορίας.
Εκείνο που βρίσκεται, πράγματι,
για να ξαναβρεθεί επαρκώς και επιτυχημένα, είναι οι παραστάσεις συναισθηματικής ορθοφωνίας: οι δέσμες τυπικών, κατά
βάση ψυχολογικών, αναλογιών, οι οποίες ανακαλούν αδιαλείπτως ένα βαθύτατα συναινετικό,
αμφίδρομο, ονειροπόλημα – παραμένοντας, ποιητές και αναγνώστες, αποδυόμενοι στη
σημαδιακή αράδα.
Μετακαλούντα τα ονειρώδη, ομοίως
με τα κοινωνικοφανή στοιχεία, ώστε να τραβηχτεί σε όλο του το μήκος και πλάτος
το παραπέτασμα της υπαρκτικής ατονίας, καλύπτοντας επαρκώς το ανόσιο,
δαιμονιώδες πνεύμα της ποιητικής μνήμης, τον καταστροφέα της διακοσμητικής
διαλογικότητας.
Σημειωτέο και ετούτο το
προπαρασκευαστικό, για να επιδιορθωθεί
το εννοιακό και χρηστικό λάθος που συνοδεύει, με την ευλογία της καθεστηκυίας επιμόρφωσης, το φαινόμενο της μνήμης. Στην ποίηση όταν μιλάμε για
μνήμη εννοούμε το μέγιστο εύρος πνευματικής άλωσης της συνείδησης, μία διάφορη
διανοητική κατάσταση, όχι τις προσωπικές ή κοινωνικές μνήμες, τις ροπές, τις
αναμνήσεις, οι οποίες αρκούνται στη διάκριση του μερικού, του αυτονόητου – την
οποία και επικροτούν όσο τη διάκριση στο ολικό αποφεύγουν. Ιδού εκ των επιλογών
της, η γενική, μα απολύτως συγκεκριμένη, κατάσταση της κοινωνίας.
Στα άνωθεν δεν βρίσκεται στίγμα
αδικίας, ούτε υπόνοια δυσαρέσκειας, σχετλιασμός. Η φυσική θέση είναι αλώβητη. Η
έννοια της δικαιοσύνης είναι ομόσημη με εκείνη της ποίησης. Τα πιο τρομερά
χαστούκια είναι αυτά που νομίζει κανείς πως δεν έχει δεχτεί.
23/10/2016