Yannis Livadas ~ 25-06-2016 Semiose Galerie, William Burroughs' paintings. |
Είμαι ένας από εκείνους που θεωρούν πως το έργο
του Ουίλιαμ Μπάροουζ αποτελεί δευτερεύουσα παρουσία στον χώρο της λεγόμενης
λογοτεχνίας της αντίδρασης(;) – εφόσον ακόμη και ο ίδιος αυτός ο χώρος, ως
είδος, υπήρξε εγκλωβισμένος στην τερατουργική του υπερβολή. Εν ολίγοις,
υπερθεμάτισε στη βάση ενός κοινωνικού αντίκτυπου ο οποίος εκφράστηκε ως
παρηγορικό, με την καταγγελμένη πραγματικότητα να το υπερβαίνει τόσο με αυστηρά
πολιτισμικούς όσο και με αισθητικούς όρους. Δίχως να αναφερθώ μάλιστα στο κατά
πόσο ο ίδιος και τα βιβλία του πέρασαν επιτυχημένα από τις παράπλευρες διόδους της
όποιας σύγκρουσης με την κατεστημένη ευταξία αποφεύγοντας χαρισματικά το
πέρασμα από τις συμπληγάδες, δηλαδή μέσω της κριτικής που εγείρεται από την απείθεια
όχι μόνον προς την ωμή εξουσία αλλά και προς τις προσφερόμενες λειτουργίες της. Κατά
πόσο, εντέλει, ο Μπάροουζ παρέμεινε ενεργός αμφισβητίας μετά το 1960, ή έπαιξε
έναν προσφερόμενο ρόλο, χώρος για τον
οποίο διατίθετο, όπως πάντοτε διατίθεται, υπό τις κρυφές ευλογίες του σύννομου εκδοτικού και καλλιτεχνικού
στερεώματος, το οποίο επιλέγει τόσο τα ευλογημένα όσο και τα καταραμένα του
τέκνα.
Σχετικά με τις τεχνικές που ακολούθησε,
οφείλεται κάποια στιγμή να δημοσιοποιηθεί ευρύτερα πως, με εξαίρεση το «Junky»
και εν μέρει το «Naked Lunch»,
δεν εκδίπλωσε κάποιο νέο αισθητικό και περιεχομενικό γνώρισμα.
Κατ’ αυτή την αναλογία κινήθηκε και στα
εικαστικά του έργα, τα οποία χαρακτηρίστηκαν σχεδόν ολικά από την αισθητική των έργων του
μέντορά του, Μπράιον Γκάισιν. Ορισμένα από αυτά φιλοξενούνται αυτές τις μέρες στη γκαλερί Semiose, στο Παρίσι.