Το ποιητικό αντικείμενο υπερβαίνει τα όρια του συστήματος στο οποίο εντοπίζεται διότι είναι δείκτης μιας ευρύτητας, μιας αλλότητας, στις οποίες το σύστημα εμπεριέχεται. Το ποίημα, δηλαδή, εντοπίζεται εκεί όπου δημιουργείται, όπως και καθώς δημιουργείται, για όσο δημιουργείται -η διάρκεια αυτή υπερβαίνει, κάποιες φορές, τη διάρκεια της γραφής του- δεν δημιουργείται, δεν αξιοποιείται εκεί όπου αυθαίρετα τοποθετείται ή σύρεται, από κάποιον ο οποίος το διαβάζει, σε αντίθεση με τον αναγνώστη, αυτόν δηλαδή που εντοπίζεται, είτε για μία στιγμή είτε σε μεγαλύτερη διάρκεια, εντός της δημιουργίας του ποιήματος και γι’ αυτό καταφέρνει να κάνει ανάγνωση. Αυτή η μεταξύ τους διαφορά είναι το άλφα και το ωμέγα, καθορίζει τι είναι και τι δεν είναι ποίηση σήμερα. Το κοινώς θεωρούμενο ποίημα είναι ληγμένο, ολοκληρωμένο, γιατί εμπίπτει αξιοποιητικά, επιδραστικά, σε κάποια από τις πτυχές της απολυτοποιημένης πραγματικότητας. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι τόσο η αναγνώριση της ποίησης ως ποίηση μα η αναγνώριση της απολυτοποιημένης συνθήκης στην οποία είναι εγκλωβισμένη η ανθρωπότητα.
¨¨¨
Το αντιληπτικό χάσμα περιγράφεται από τους σοβαρότερους ως κάτι σταθερό στα άκρα του οποίου δένεται μια αιώρα επιτευγμάτων. Ο βαθμός φαιδρότητας αυτής της εντύπωσης δεν μου επιτρέπει να σχολιάσω περαιτέρω.
¨¨¨
Πέραν της ετερότητας, οι ποιητές διακρίνονται σε κάτι ακόμη, στο πως η πνευματική τους δημιουργία έχει ξεκινήσει απ’ την επιλογή τους να παραιτηθούν από αντιπρόσωποι της ευαγούς ερμηνείας.
¨¨¨
Το υπόλοιπο νοήματος ανταριάζεται από το δεδομένο υπολοίπου, το δεδομένο υπολοίπου, όχι.
Γ. Λ.