MΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Η ποιητική σύνθεση, Ρουτίνες, τρίτη κατά σειρά, αποτελεί είδος ασυνάντητο και πιθανώς ανεμπίπτον στον ρου της σύγχρονης ποίησης. Στο συνοδευτικό κείμενο γίνεται λόγος για «δημιουργία νέου περιεχομένου», θα μπορούσατε να εξηγήσετε τι εννοείτε με αυτό;
ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Θα χρειαστεί να
γίνω κάπως αναλυτικός. Από την εποχή του μοντερνισμού, υπήρξε εκ νέου
χρήση ή επανεξέταση προϋπάρχοντος περιεχομένου μα όχι δημιουργία
περιεχομένου. Ο ποιητής δημιουργεί εκείνο που δεν είναι σε θέση να
ορίσει, κι αυτό όχι διότι εκείνο δεν είναι δυνατό να εκφραστεί μα διότι
εάν δεν το δημιουργήσει δεν υπάρχει.
Οι υποφήτες, οι χρησμωδοί, οι
αντιρρησίες περισσεύουν, εντούτοις αδυνατούν να διακρίνουν πως τα
σημαντικά πράγματα κινδυνεύουν όσο και τα ασήμαντα απ’ την αλήθεια. Ο
παραλογισμός είναι δεδομένος καθώς επικρατεί η αντίληψη πως ο
ενστερνισμός αποτελεί εγκυροποίηση και πως αυτή η εγκυροποίηση
επιτυγχάνεται με τη μίμηση. Το βάθος αυτής της παρερμηνείας είναι
δυσθεώρητο.
Η ουσία της τέχνης, συγκεκριμένα εδώ της ποίησης, δεν
έχει να κάνει τόσο με παράγοντες και συνθήκες, που πράγματι παίζουν ρόλο
σημαντικό, μα κυρίως με το δημιουργικό πνεύμα, δηλαδή το πνεύμα που
υπερβαίνει παράγοντες και συνθήκες και ορισμένες φορές δημιουργεί
πρωτότυπους παράγοντες και καινοφανείς συνθήκες, επηρεάζοντας δηλαδή
αυτό που ευρύτερα ή ειδικότερα ονομάζεται ζωή μέσω δημιουργίας (ουδόλως
κατασκευής) ποίησης. Αυτό μένει να το αναγνωρίσει κανείς ως βάσιμο και
βασικό επανεξετάζοντας τον τύπο και την ουσία της ποίησης, προχωρώντας
σε διαχωρισμό της τέχνης του λόγου από τα διαδεδομένα πρότυπα παραγωγής
και κατανάλωσης κειμένων.
Σε αυτό το σημείο η επικρατούσα αντίληψη
περί διάρκειας/αποτελέσματος γίνεται τόσο φαεινή που τυφλώνει: η τέχνη
τοποθετείται στη σκιά των κοινωνικών επιδόσεων. Άλλο το πρόβλημα άλλος ο
προβληματισμός. Αυτό το διερευνητικό διάκενο άλλοτε συνδέεται κι άλλοτε
αποσυνδέεται με αμφισβητούμενες πολιτισμικο-κοινωνικές παραδοχές από
τις οποίες εξαρτάται σημαντικά η αντίληψη των περισσοτέρων σχετικά με τη
θεωρία και την τέχνη στην μεταμοντέρνα καθημερινότητα – μα όχι στην καθημερινότητα.
Η
αναπαράσταση αποτελεί αλήθεια μόνο εφόσον η αλήθεια δεν είναι, κατά
πρώτο, αρεστή, αναπαραστήσιμη και κατά δεύτερο κατανοητή – μολονότι
είναι αναπόσπαστη, θα προσθέσω επίσης πως είναι αδιάρπαστη. Αυτό το
είδος αλήθειας δεν κρίνεται ως τέτοιο μα ως προτίμηση και η αναπαράστασή
της συντίθεται μέσω βολικών ή επιτρεπόμενων επιλογών, όχι μέσω
αναπαραστάσεων της αλήθειας. Το ίδιο ισχύει στα πεδία
αιτιότητας/συνέπειας, γραμμικότητας/συνέχειας. Συνεπώς είναι περισσότερο
παρωχημένο παρά αμφισβητούμενο να πιστεύει κανείς πως υπάρχουν νέες
προκλήσεις. Αυτό που υπάρχει είναι μία μόνο εκ νέου πρόκληση. Η
πεισματική αντίσταση σε διαρκή επιχειρήματα δεν οδηγεί σε νέα
επιχειρήματα. Ούτε βεβαίως και η προθυμία εξακολούθησής τους.
Κάθε
αισθητική ή καλλιτεχνική ιδεολογία που ακολουθείται μέχρι τέλους
μετατρέπεται σε θρησκεία. Προϋπόθεση σε αυτό δεν αποτελεί η ύπαρξη
κάποιας θεμελιώδους αρχής μα η πίστη πως μια ακολουθία υποφερτών ή
ανεκτών παρεμβάσεων ―ικανές να αποδώσουν το νόημα και τη σημασία της
παρέμβασης που φέρουν― μπορούν να αντικαταστήσουν την ανυπόφορη ισχύ του
χωροχρόνου, της ακολουθίας του – για να το θέσω κάπως σχηματικά.
Πρόκειται, δηλαδή, για πίστη σε ακολουθία παρεμβάσεων που δημιουργούν διάρκεια
αντίθετη, αντίδρομη, προς τη διάρκεια η οποία δεν είναι παρά μια
ακολουθία των πάντων όπου οι παρεμβάσεις αποτελούν απλό μέρος της διάρκειας
και τα έργα αποκαλύπτουν την απιθανότητα και την κενότητά της.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Γράφετε στη σελίδα, 37 τους εξής στίχους: «η ανθρωπότητα ως έχει είναι ένα έργο τέχνης/μεταξύ ανθρώπων, που τους χωρίζει, μια άβυσσος ζωής/μια άβυσσος θανάτου». Υπάρχει κάτι που μπορεί να ενώσει την ανθρωπότητα;
ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Ο νοσηρός
ποιητικισμός της τελευταίας 30ετίας ωρίμασε. Αποσύνθεση στολισμένη με
ποιητική άδεια. Κάθε απάτη σαλπίζεται ως προσέγγιση ουσίας και διαρκεί
περισσότερο, όπως η δυσωδία που εξακολουθεί για καιρό στο περιβάλλον
ενός αποσυντεθημένου κορμιού. Εάν μπορεί να σχολιάσει κανείς πράγματι
κάτι, αυτό είναι η δυναμική μίας κοινής επιδίωξης. Αυτή η νεωτερική
ανοησία φαντάζει στους περισσότερους ιδιαίτερα σημαντική διότι διευρύνει
τα όριά της ώστε να επιτύχει γράφοντας και εκδίδοντας το ξεπάστρεμα,
την εξαφάνιση μιας τέχνης που δεν κατανοεί επειδή είναι προς εκείνη
αντίθετη ή ανάρμοστη.
Η μοναξιά αποδίδεται με κρίμα ή
κλάψα. Εάν δεν φέρει ένα από τα δυο αντιμετωπίζεται ως ατομικισμός. Η
ατομοκρατία, επίσης, αντιμετωπίζεται συχνότατα ως εγωτισμός. Κάθε
αδύναμο πνεύμα καταφεύγει, αργά ή γρήγορα, στα πεδία της ισοπαλίας, της
ισοδυναμίας όπου τα πάντα ρυθμίζονται με κανόνα τον εξισωτισμό.
Η
σημασία χρήσης συγκεκριμένων στοιχείων, μορφών κτλ., δεν αποτελεί
θετικοποίηση μα ούτε, ιδιαιτέρως σπάνια, το αντίθετο. Όπως βεβαίως κι
ένα σύνολο στίχων το οποίο στηρίζεται στην ποιοτικοποίηση ή στην
ανάδειξη των θεμελιωδών του στοιχείων δεν αποτελεί ποίημα. Δεν
εξακολουθούμε στην εποχή του Γουίτμαν.
Σχεδόν παντού, ό,τι
εμφανίζεται δεν διαθέτει, δεν επιδέχεται εύρος με ακαθόριστα άκρα μα
ιδεολογίες επί εύρους και ορίων. Τι εννοώ με αυτό, πως τα κείμενα
αποτελούν είδη εξακολουθητικής ακρίβειας συγκεκριμένων προτύπων, οι
συντάκτες αυτών των κειμένων απλά έρχονται ασταμάτητα σε κάποιου τα
λόγια. Στον συνδετήρα, στον παροχέα, στο έργο του οποίου θα επιβεβαιωθεί
ένα μοίρασμα λόγων. Η προϋποτιθέμενη σημασία είναι το άπαν, η
απροϋπόθετη, δηλαδή η ποίηση, αντιμετωπίζεται ως λύμα.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Οι Ρουτίνες είναι ποίηση συλλογική, η οποία βρίσκει σε κάθε τι μικρό κάτι μεγαλειώδες, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της αμετροέπειας. Λειτουργούν ως κειμενικό απότοκο, ή ως εσωτερική συνέπεια;
ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Είναι αδύνατο, εννοώ φύσει αδύνατο, να βρεθεί κανείς σε κατάσταση ποίησης δίχως να είναι ποιητής,
συνεπώς στη σύγχρονη πραγματικότητα έγιναν σταδιακά αποδεκτές άλλες
καταστάσεις ώστε να είναι δυνατή η σύσταση ενός πολιτισμικού απολύτου,
ενός διαρκώς μετατρεπόμενου πολιτισμικού απολύτου με απολύτως ορισμένη
έννοια λογοτεχνικού νόμου, ώστε να υπάρξουν εξίσου συγκεκριμένες
αποδόσεις, να μπορεί κανείς να απολαμβάνει είτε το εντός είτε το εκτός
νόμου.
Ο επηρεασμός του κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου είναι
βασικός στη σύμπηξη, στη θεμελίωση, μα δεν είναι επικαθοριστικός,
ολοκληρωματικός, διότι ο ποιητής ενεργεί, επινοεί κι εντέλει δημιουργεί,
ανεξαρτήτως πλαισίων, η κοινωνικο-ιστορική σημασία λοιπόν αποδίδει μία
βάση μα η δημιουργικότητα και η επίδοση είναι ανεπηρέαστες από αυτή, δεν
υπάρχει τίποτα που μην χρήζει υπέρβασης, μα αυτή αποδεικνύεται με
κάποιο ανάπτυγμα.
Στον μεταμοντερνισμό η ανιστορική αισθητική
αποδείχθηκε πολύ πιο αποδοτική και πιο καίρια από τον ανιστορικό
φορμαλισμό του μοντερνισμού όμως εντέλει ο πολυκλαδικός φορμαλισμός του
μεταμοντερνισμού, αυτό που συμβαίνει πια σχεδόν παντού, αυτή η νέα
εξουσιαστική αισθητική εξίσωση δικαιωματισμών την υποβάθμισε.
Η
ομοιωτική γραφή έχει υποκαταστήσει την ποίηση. Είναι ομοιωτική
ανεξαρτήτως του αν είναι πρόχειρη, αντιγραφική και άτεχνη, ενδελεχής,
πρωτοβουλιακή και έντεχνη∙ είναι ομοιωτική γιατί λειτουργεί σύμφωνα με
προτύπα συλλογισμού. Όσο για τους επικαλούμενους άλλους, αυτοί είναι όλοι αναμεταξύ τους ίδιοι. Οι τάσεις, τα φαινόμενα, τα κινήματα, αποτελούν παροξυσμούς άρνησης αναγνώρισης της αλήθειας. Η ανθρωπότητα σέρνεται εδώ και αιώνες γιατί προσπαθεί να ελέγξει το αυτό προσπαθώντας να εκπαιδεύσει τον εαυτό της κατά την ανάγκη αυτού του ελέγχου και όχι κατά το αυτό.
Όχι
μόνο είναι παιδαριώδες να νοηματοδοτούμε το μέλλον νοσταλγώντας το
παρελθόν μα είναι εξίσου παιδαριώδες να νοηματοδοτούμε το παρελθόν
υποβιβάζοντας σε ουτοπία το μέλλον. Στην ποίηση δεν εντοπίζει
κανείς ένα κέντρο ή ένα όριο μα ένα άνυσμα, όχι από ένα όριο προς ένα
κέντρο μα από ένα δημιουργούμενο κέντρο προς ένα δημιουργούμενο όριο.
Πιστεύω
πως δεν υπάρχει τόση ποίηση όση λεκτική συμπεριφορά, η οποία μάλιστα
δεν είναι ποικίλη. Το περιεχόμενο της λεκτικής συμπεριφοράς θεωρείται
περιεχόμενο ποίησης μολονότι δεν είναι. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στους
τομείς της κριτικής και του δοκιμίου. Η λεκτική συμπεριφορά δεν είναι
λιγότερο ευτράπελη από απειλή αυτοκτονίας που διαρκεί μια ολόκληρη ζωή,
με το υποκείμενο να πεθαίνει εντέλει από προχωρημένο γήρας».
Ε: Η ποιητική σύνθεση, Ρουτίνες, τρίτη κατά σειρά, αποτελεί είδος ασυνάντητο και πιθανώς ανεμπίπτον στον ρου της σύγχρονης ποίησης. Στο συνοδευτικό κείμενο γίνεται λόγος για «δημιουργία νέου περιεχομένου», θα μπορούσατε να εξηγήσετε τι εννοείτε με αυτό;
Α: Θα χρειαστεί να γίνω κάπως αναλυτικός. Από την εποχή του μοντερνισμού, υπήρξε εκ νέου χρήση ή επανεξέταση προϋπάρχοντος περιεχομένου μα όχι δημιουργία περιεχομένου. Ο ποιητής δημιουργεί εκείνο που δεν είναι σε θέση να ορίσει, όχι διότι εκείνο δεν είναι δυνατό να εκφραστεί μα διότι εάν δεν το δημιουργήσει δεν υπάρχει.
Οι υποφήτες, οι χρησμωδοί, οι αντιρρησίες περισσεύουν, εντούτοις αδυνατούν να διακρίνουν πως τα σημαντικά πράγματα κινδυνεύουν όσο και τα ασήμαντα απ’ την αλήθεια. Ο παραλογισμός είναι δεδομένος καθώς επικρατεί η αντίληψη πως ο ενστερνισμός αποτελεί εγκυροποίηση και πως αυτή η εγκυροποίηση επιτυγχάνεται με τη μίμηση. Το βάθος αυτής της παρερμηνείας είναι δυσθεώρητο.
Η ουσία της τέχνης, συγκεκριμένα εδώ της ποίησης, δεν έχει να κάνει τόσο με παράγοντες και συνθήκες, που πράγματι παίζουν ρόλο σημαντικό, μα κυρίως με το δημιουργικό πνεύμα, δηλαδή το πνεύμα που υπερβαίνει παράγοντες και συνθήκες και ορισμένες φορές δημιουργεί πρωτότυπους παράγοντες και καινοφανείς συνθήκες, επηρεάζοντας δηλαδή αυτό που ευρύτερα ή ειδικότερα ονομάζεται ζωή μέσω δημιουργίας (ουδόλως κατασκευής) ποίησης. Αυτό μένει να το αναγνωρίσει κανείς ως βάσιμο και βασικό επανεξετάζοντας τον τύπο και την ουσία της ποίησης, προχωρώντας σε διαχωρισμό της τέχνης του λόγου από τα διαδεδομένα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης κειμένων.
Σε αυτό το σημείο η επικρατούσα αντίληψη περί διάρκειας/αποτελέσματος γίνεται τόσο φαεινή που τυφλώνει: η τέχνη τοποθετείται στη σκιά των κοινωνικών επιδόσεων.
Άλλο το πρόβλημα άλλος ο προβληματισμός. Αυτό το διερευνητικό διάκενο άλλοτε συνδέεται κι άλλοτε αποσυνδέεται με αμφισβητούμενες πολιτισμικο-κοινωνικές παραδοχές από τις οποίες εξαρτάται σημαντικά η αντίληψη των περισσοτέρων σχετικά με τη θεωρία και την τέχνη στην μεταμοντέρνα καθημερινότητα – μα όχι στην καθημερινότητα.
Η αναπαράσταση αποτελεί αλήθεια μόνο εφόσον η αλήθεια δεν είναι, κατά πρώτο, αρεστή, αναπαραστήσιμη και κατά δεύτερο κατανοητή – μολονότι είναι αναπόσπαστη, θα προσθέσω επίσης πως είναι αδιάρπαστη. Αυτό το είδος αλήθειας δεν κρίνεται ως τέτοιο μα ως προτίμηση και η αναπαράστασή της συντίθεται μέσω βολικών ή επιτρεπόμενων επιλογών, όχι μέσω αναπαραστάσεων της αλήθειας. Το ίδιο ισχύει στα πεδία αιτιότητας/συνέπειας, γραμμικότητας/συνέχειας. Συνεπώς είναι περισσότερο παρωχημένο παρά αμφισβητούμενο να πιστεύει κανείς πως υπάρχουν νέες προκλήσεις. Αυτό που υπάρχει είναι μία μόνο εκ νέου πρόκληση. Η πεισματική αντίσταση σε διαρκή επιχειρήματα δεν οδηγεί σε νέα επιχειρήματα. Ούτε βεβαίως και η προθυμία εξακολούθησής τους.
Κάθε αισθητική ή καλλιτεχνική ιδεολογία που ακολουθείται μέχρι τέλους μετατρέπεται σε θρησκεία. Προϋπόθεση σε αυτό δεν αποτελεί η ύπαρξη κάποιας θεμελιώδους αρχής μα η πίστη πως μια ακολουθία υποφερτών ή ανεκτών παρεμβάσεων -ικανές να αποδώσουν το νόημα και τη σημασία της παρέμβασης που φέρουν- μπορούν να αντικαταστήσουν την ανυπόφορη ισχύ του χωροχρόνου, της ακολουθίας του – για να το θέσω κάπως σχηματικά. Πρόκειται, δηλαδή, για πίστη σε ακολουθία παρεμβάσεων που δημιουργούν διάρκεια αντίθετη, αντίδρομη, προς τη διάρκεια η οποία δεν είναι παρά μια ακολουθία των πάντων όπου οι παρεμβάσεις αποτελούν απλό μέρος της διάρκειας και τα έργα αποκαλύπτουν την απιθανότητα και την κενότητά της.
Ε: Γράφετε στη σελίδα, 37 τους εξής στίχους: «η ανθρωπότητα ως έχει είναι ένα έργο τέχνης/μεταξύ ανθρώπων, που τους χωρίζει, μια άβυσσος ζωής/μια άβυσσος θανάτου». Υπάρχει κάτι που μπορεί να ενώσει την ανθρωπότητα;
Α: Ο νοσηρός ποιητικισμός της τελευταίας 30ετίας ωρίμασε. Αποσύνθεση στολισμένη με ποιητική άδεια. Κάθε απάτη σαλπίζεται ως προσέγγιση ουσίας και διαρκεί περισσότερο, όπως η δυσωδία που εξακολουθεί για καιρό στο περιβάλλον ενός αποσυντεθειμένου κορμιού. Εάν μπορεί να σχολιάσει κανείς πράγματι κάτι, αυτό είναι η δυναμική μίας κοινής επιδίωξης. Αυτή η νεωτερική ανοησία φαντάζει στους περισσότερους ιδιαίτερα σημαντική διότι διευρύνει τα όριά της ώστε να επιτύχει γράφοντας και εκδίδοντας το ξεπάστρεμα, την εξαφάνιση μιας τέχνης που δεν κατανοεί επειδή είναι προς εκείνη αντίθετη ή ανάρμοστη.
Η μοναξιά αποδίδεται με κρίμα ή κλάψα. Εάν δεν φέρει ένα από τα δυο αντιμετωπίζεται ως ατομικισμός. Η ατομοκρατία, επίσης, αντιμετωπίζεται συχνότατα ως εγωτισμός. Κάθε αδύναμο πνεύμα καταφεύγει, αργά ή γρήγορα, στα πεδία της ισοπαλίας, της ισοδυναμίας όπου τα πάντα ρυθμίζονται με κανόνα τον εξισωτισμό.
Η σημασία χρήσης συγκεκριμένων στοιχείων, μορφών κτλ., δεν αποτελεί θετικοποίηση μα ούτε, ιδιαιτέρως σπάνια, το αντίθετο. Όπως βεβαίως κι ένα σύνολο στίχων το οποίο στηρίζεται στην ποιοτικοποίηση ή στην ανάδειξη των θεμελιωδών του στοιχείων του δεν αποτελεί ποίημα. Δεν εξακολουθούμε στην εποχή του Γουίτμαν.
Σχεδόν παντού, ό,τι εμφανίζεται δεν διαθέτει, δεν επιδέχεται εύρος με ακαθόριστα άκρα μα ιδεολογίες επί εύρους και ορίων. Τι εννοώ με αυτό, πως τα κείμενα αποτελούν είδη εξακολουθητικής ακρίβειας συγκεκριμένων προτύπων, οι συντάκτες αυτών των κειμένων απλά έρχονται ασταμάτητα σε κάποιου τα λόγια. Στον συνδετήρα, στον παροχέα, στο έργο του οποίου θα επιβεβαιωθεί ένα μοίρασμα λόγων. Η προϋποτιθέμενη σημασία είναι το άπαν, η απροϋπόθετη, δηλαδή η ποίηση, αντιμετωπίζεται ως λύμα.
Ε: Οι Ρουτίνες είναι ποίηση συλλογική, η οποία βρίσκει σε καθετί μικρό κάτι μεγαλειώδες, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της αμετροέπειας. Λειτουργούν ως κειμενικό απότοκο, ή ως εσωτερική συνέπεια;
Α: Είναι αδύνατο, εννοώ φύσει αδύνατο, να βρεθεί κανείς σε κατάσταση ποίησης δίχως να είναι ποιητής, συνεπώς στη σύγχρονη πραγματικότητα έγιναν σταδιακά αποδεκτές άλλες καταστάσεις ώστε να είναι δυνατή η σύσταση ενός πολιτισμικού απολύτου, ενός διαρκώς μετατρεπόμενου πολιτισμικού απολύτου με απολύτως ορισμένη έννοια λογοτεχνικού νόμου, ώστε να υπάρξουν εξίσου συγκεκριμένες αποδόσεις, να μπορεί κανείς να απολαμβάνει είτε το εντός είτε το εκτός νόμου.
Ο επηρεασμός του κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου είναι βασικός στη σύμπηξη, στη θεμελίωση, μα δεν είναι επικαθοριστικός, ολοκληρωματικός, διότι ο ποιητής ενεργεί, επινοεί κι εντέλει δημιουργεί, ανεξαρτήτως πλαισίων, η κοινωνικο-ιστορική σημασία λοιπόν αποδίδει μία βάση μα η δημιουργικότητα και η επίδοση είναι ανεπηρέαστες από αυτή, δεν υπάρχει τίποτα που μην χρήζει υπέρβασης, μα αυτή αποδεικνύεται με κάποιο ανάπτυγμα.
Στον μεταμοντερνισμό η ανιστορική αισθητική αποδείχθηκε πολύ πιο αποδοτική και πιο καίρια από τον ανιστορικό φορμαλισμό του μοντερνισμού όμως εντέλει ο πολυκλαδικός φορμαλισμός του μεταμοντερνισμού -αυτό που συμβαίνει πια σχεδόν παντού- αυτή η νέα εξουσιαστική αισθητική εξίσωση δικαιωματισμών, την υποβάθμισε.
Η ομοιωτική γραφή έχει υποκαταστήσει την ποίηση. Είναι ομοιωτική ανεξαρτήτως του αν είναι πρόχειρη, αντιγραφική και άτεχνη, ενδελεχής, πρωτοβουλιακή και έντεχνη∙ είναι ομοιωτική γιατί λειτουργεί σύμφωνα με πρότυπα συλλογισμού. Όσο για τους επικαλούμενους άλλους, αυτοί είναι όλοι αναμεταξύ τους ίδιοι. Οι τάσεις, τα φαινόμενα, τα κινήματα, αποτελούν παροξυσμούς άρνησης αναγνώρισης της αλήθειας. Η ανθρωπότητα σέρνεται εδώ και αιώνες γιατί προσπαθεί να ελέγξει το αυτό προσπαθώντας να εκπαιδεύσει τον εαυτό της κατά την ανάγκη αυτού του ελέγχου και όχι κατά το αυτό.
Όχι μόνο είναι παιδαριώδες να νοηματοδοτούμε το μέλλον νοσταλγώντας το παρελθόν μα είναι εξίσου παιδαριώδες να νοηματοδοτούμε το παρελθόν υποβιβάζοντας σε ουτοπία το μέλλον.
Στην ποίηση δεν εντοπίζει κανείς ένα κέντρο ή ένα όριο μα ένα άνυσμα, όχι από ένα όριο προς ένα κέντρο μα από ένα δημιουργούμενο κέντρο προς ένα δημιουργούμενο όριο.
Πιστεύω πως δεν υπάρχει τόση ποίηση όση λεκτική συμπεριφορά, η οποία μάλιστα δεν είναι ποικίλη. Το περιεχόμενο της λεκτικής συμπεριφοράς θεωρείται περιεχόμενο ποίησης μολονότι δεν είναι. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στους τομείς της κριτικής και του δοκιμίου. Η λεκτική συμπεριφορά δεν είναι λιγότερο ευτράπελη από απειλή αυτοκτονίας που διαρκεί μια ολόκληρη ζωή, με το υποκείμενο να πεθαίνει εντέλει από προχωρημένο γήρας.
MΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Η ποιητική σύνθεση, Ρουτίνες, τρίτη κατά σειρά, αποτελεί είδος ασυνάντητο και πιθανώς ανεμπίπτον στον ρου της σύγχρονης ποίησης. Στο συνοδευτικό κείμενο γίνεται λόγος για «δημιουργία νέου περιεχομένου», θα μπορούσατε να εξηγήσετε τι εννοείτε με αυτό;
ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Θα χρειαστεί να
γίνω κάπως αναλυτικός. Από την εποχή του μοντερνισμού, υπήρξε εκ νέου
χρήση ή επανεξέταση προϋπάρχοντος περιεχομένου μα όχι δημιουργία
περιεχομένου. Ο ποιητής δημιουργεί εκείνο που δεν είναι σε θέση να
ορίσει, κι αυτό όχι διότι εκείνο δεν είναι δυνατό να εκφραστεί μα διότι
εάν δεν το δημιουργήσει δεν υπάρχει.
Οι υποφήτες, οι χρησμωδοί, οι
αντιρρησίες περισσεύουν, εντούτοις αδυνατούν να διακρίνουν πως τα
σημαντικά πράγματα κινδυνεύουν όσο και τα ασήμαντα απ’ την αλήθεια. Ο
παραλογισμός είναι δεδομένος καθώς επικρατεί η αντίληψη πως ο
ενστερνισμός αποτελεί εγκυροποίηση και πως αυτή η εγκυροποίηση
επιτυγχάνεται με τη μίμηση. Το βάθος αυτής της παρερμηνείας είναι
δυσθεώρητο.
Η ουσία της τέχνης, συγκεκριμένα εδώ της ποίησης, δεν
έχει να κάνει τόσο με παράγοντες και συνθήκες, που πράγματι παίζουν ρόλο
σημαντικό, μα κυρίως με το δημιουργικό πνεύμα, δηλαδή το πνεύμα που
υπερβαίνει παράγοντες και συνθήκες και ορισμένες φορές δημιουργεί
πρωτότυπους παράγοντες και καινοφανείς συνθήκες, επηρεάζοντας δηλαδή
αυτό που ευρύτερα ή ειδικότερα ονομάζεται ζωή μέσω δημιουργίας (ουδόλως
κατασκευής) ποίησης. Αυτό μένει να το αναγνωρίσει κανείς ως βάσιμο και
βασικό επανεξετάζοντας τον τύπο και την ουσία της ποίησης, προχωρώντας
σε διαχωρισμό της τέχνης του λόγου από τα διαδεδομένα πρότυπα παραγωγής
και κατανάλωσης κειμένων.
Σε αυτό το σημείο η επικρατούσα αντίληψη
περί διάρκειας/αποτελέσματος γίνεται τόσο φαεινή που τυφλώνει: η τέχνη
τοποθετείται στη σκιά των κοινωνικών επιδόσεων. Άλλο το πρόβλημα άλλος ο
προβληματισμός. Αυτό το διερευνητικό διάκενο άλλοτε συνδέεται κι άλλοτε
αποσυνδέεται με αμφισβητούμενες πολιτισμικο-κοινωνικές παραδοχές από
τις οποίες εξαρτάται σημαντικά η αντίληψη των περισσοτέρων σχετικά με τη
θεωρία και την τέχνη στην μεταμοντέρνα καθημερινότητα – μα όχι στην καθημερινότητα.
Η
αναπαράσταση αποτελεί αλήθεια μόνο εφόσον η αλήθεια δεν είναι, κατά
πρώτο, αρεστή, αναπαραστήσιμη και κατά δεύτερο κατανοητή – μολονότι
είναι αναπόσπαστη, θα προσθέσω επίσης πως είναι αδιάρπαστη. Αυτό το
είδος αλήθειας δεν κρίνεται ως τέτοιο μα ως προτίμηση και η αναπαράστασή
της συντίθεται μέσω βολικών ή επιτρεπόμενων επιλογών, όχι μέσω
αναπαραστάσεων της αλήθειας. Το ίδιο ισχύει στα πεδία
αιτιότητας/συνέπειας, γραμμικότητας/συνέχειας. Συνεπώς είναι περισσότερο
παρωχημένο παρά αμφισβητούμενο να πιστεύει κανείς πως υπάρχουν νέες
προκλήσεις. Αυτό που υπάρχει είναι μία μόνο εκ νέου πρόκληση. Η
πεισματική αντίσταση σε διαρκή επιχειρήματα δεν οδηγεί σε νέα
επιχειρήματα. Ούτε βεβαίως και η προθυμία εξακολούθησής τους.
Κάθε
αισθητική ή καλλιτεχνική ιδεολογία που ακολουθείται μέχρι τέλους
μετατρέπεται σε θρησκεία. Προϋπόθεση σε αυτό δεν αποτελεί η ύπαρξη
κάποιας θεμελιώδους αρχής μα η πίστη πως μια ακολουθία υποφερτών ή
ανεκτών παρεμβάσεων ―ικανές να αποδώσουν το νόημα και τη σημασία της
παρέμβασης που φέρουν― μπορούν να αντικαταστήσουν την ανυπόφορη ισχύ του
χωροχρόνου, της ακολουθίας του – για να το θέσω κάπως σχηματικά.
Πρόκειται, δηλαδή, για πίστη σε ακολουθία παρεμβάσεων που δημιουργούν διάρκεια
αντίθετη, αντίδρομη, προς τη διάρκεια η οποία δεν είναι παρά μια
ακολουθία των πάντων όπου οι παρεμβάσεις αποτελούν απλό μέρος της διάρκειας
και τα έργα αποκαλύπτουν την απιθανότητα και την κενότητά της.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Γράφετε στη σελίδα, 37 τους εξής στίχους: «η ανθρωπότητα ως έχει είναι ένα έργο τέχνης/μεταξύ ανθρώπων, που τους χωρίζει, μια άβυσσος ζωής/μια άβυσσος θανάτου». Υπάρχει κάτι που μπορεί να ενώσει την ανθρωπότητα;
ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Ο νοσηρός
ποιητικισμός της τελευταίας 30ετίας ωρίμασε. Αποσύνθεση στολισμένη με
ποιητική άδεια. Κάθε απάτη σαλπίζεται ως προσέγγιση ουσίας και διαρκεί
περισσότερο, όπως η δυσωδία που εξακολουθεί για καιρό στο περιβάλλον
ενός αποσυντεθημένου κορμιού. Εάν μπορεί να σχολιάσει κανείς πράγματι
κάτι, αυτό είναι η δυναμική μίας κοινής επιδίωξης. Αυτή η νεωτερική
ανοησία φαντάζει στους περισσότερους ιδιαίτερα σημαντική διότι διευρύνει
τα όριά της ώστε να επιτύχει γράφοντας και εκδίδοντας το ξεπάστρεμα,
την εξαφάνιση μιας τέχνης που δεν κατανοεί επειδή είναι προς εκείνη
αντίθετη ή ανάρμοστη.
Η μοναξιά αποδίδεται με κρίμα ή
κλάψα. Εάν δεν φέρει ένα από τα δυο αντιμετωπίζεται ως ατομικισμός. Η
ατομοκρατία, επίσης, αντιμετωπίζεται συχνότατα ως εγωτισμός. Κάθε
αδύναμο πνεύμα καταφεύγει, αργά ή γρήγορα, στα πεδία της ισοπαλίας, της
ισοδυναμίας όπου τα πάντα ρυθμίζονται με κανόνα τον εξισωτισμό.
Η
σημασία χρήσης συγκεκριμένων στοιχείων, μορφών κτλ., δεν αποτελεί
θετικοποίηση μα ούτε, ιδιαιτέρως σπάνια, το αντίθετο. Όπως βεβαίως κι
ένα σύνολο στίχων το οποίο στηρίζεται στην ποιοτικοποίηση ή στην
ανάδειξη των θεμελιωδών του στοιχείων δεν αποτελεί ποίημα. Δεν
εξακολουθούμε στην εποχή του Γουίτμαν.
Σχεδόν παντού, ό,τι
εμφανίζεται δεν διαθέτει, δεν επιδέχεται εύρος με ακαθόριστα άκρα μα
ιδεολογίες επί εύρους και ορίων. Τι εννοώ με αυτό, πως τα κείμενα
αποτελούν είδη εξακολουθητικής ακρίβειας συγκεκριμένων προτύπων, οι
συντάκτες αυτών των κειμένων απλά έρχονται ασταμάτητα σε κάποιου τα
λόγια. Στον συνδετήρα, στον παροχέα, στο έργο του οποίου θα επιβεβαιωθεί
ένα μοίρασμα λόγων. Η προϋποτιθέμενη σημασία είναι το άπαν, η
απροϋπόθετη, δηλαδή η ποίηση, αντιμετωπίζεται ως λύμα.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Οι Ρουτίνες είναι ποίηση συλλογική, η οποία βρίσκει σε κάθε τι μικρό κάτι μεγαλειώδες, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της αμετροέπειας. Λειτουργούν ως κειμενικό απότοκο, ή ως εσωτερική συνέπεια;
ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Είναι αδύνατο, εννοώ φύσει αδύνατο, να βρεθεί κανείς σε κατάσταση ποίησης δίχως να είναι ποιητής,
συνεπώς στη σύγχρονη πραγματικότητα έγιναν σταδιακά αποδεκτές άλλες
καταστάσεις ώστε να είναι δυνατή η σύσταση ενός πολιτισμικού απολύτου,
ενός διαρκώς μετατρεπόμενου πολιτισμικού απολύτου με απολύτως ορισμένη
έννοια λογοτεχνικού νόμου, ώστε να υπάρξουν εξίσου συγκεκριμένες
αποδόσεις, να μπορεί κανείς να απολαμβάνει είτε το εντός είτε το εκτός
νόμου.
Ο επηρεασμός του κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου είναι
βασικός στη σύμπηξη, στη θεμελίωση, μα δεν είναι επικαθοριστικός,
ολοκληρωματικός, διότι ο ποιητής ενεργεί, επινοεί κι εντέλει δημιουργεί,
ανεξαρτήτως πλαισίων, η κοινωνικο-ιστορική σημασία λοιπόν αποδίδει μία
βάση μα η δημιουργικότητα και η επίδοση είναι ανεπηρέαστες από αυτή, δεν
υπάρχει τίποτα που μην χρήζει υπέρβασης, μα αυτή αποδεικνύεται με
κάποιο ανάπτυγμα.
Στον μεταμοντερνισμό η ανιστορική αισθητική
αποδείχθηκε πολύ πιο αποδοτική και πιο καίρια από τον ανιστορικό
φορμαλισμό του μοντερνισμού όμως εντέλει ο πολυκλαδικός φορμαλισμός του
μεταμοντερνισμού, αυτό που συμβαίνει πια σχεδόν παντού, αυτή η νέα
εξουσιαστική αισθητική εξίσωση δικαιωματισμών την υποβάθμισε.
Η
ομοιωτική γραφή έχει υποκαταστήσει την ποίηση. Είναι ομοιωτική
ανεξαρτήτως του αν είναι πρόχειρη, αντιγραφική και άτεχνη, ενδελεχής,
πρωτοβουλιακή και έντεχνη∙ είναι ομοιωτική γιατί λειτουργεί σύμφωνα με
προτύπα συλλογισμού. Όσο για τους επικαλούμενους άλλους, αυτοί είναι όλοι αναμεταξύ τους ίδιοι. Οι τάσεις, τα φαινόμενα, τα κινήματα, αποτελούν παροξυσμούς άρνησης αναγνώρισης της αλήθειας. Η ανθρωπότητα σέρνεται εδώ και αιώνες γιατί προσπαθεί να ελέγξει το αυτό προσπαθώντας να εκπαιδεύσει τον εαυτό της κατά την ανάγκη αυτού του ελέγχου και όχι κατά το αυτό.
Όχι
μόνο είναι παιδαριώδες να νοηματοδοτούμε το μέλλον νοσταλγώντας το
παρελθόν μα είναι εξίσου παιδαριώδες να νοηματοδοτούμε το παρελθόν
υποβιβάζοντας σε ουτοπία το μέλλον. Στην ποίηση δεν εντοπίζει
κανείς ένα κέντρο ή ένα όριο μα ένα άνυσμα, όχι από ένα όριο προς ένα
κέντρο μα από ένα δημιουργούμενο κέντρο προς ένα δημιουργούμενο όριο.
Πιστεύω
πως δεν υπάρχει τόση ποίηση όση λεκτική συμπεριφορά, η οποία μάλιστα
δεν είναι ποικίλη. Το περιεχόμενο της λεκτικής συμπεριφοράς θεωρείται
περιεχόμενο ποίησης μολονότι δεν είναι. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στους
τομείς της κριτικής και του δοκιμίου. Η λεκτική συμπεριφορά δεν είναι
λιγότερο ευτράπελη από απειλή αυτοκτονίας που διαρκεί μια ολόκληρη ζωή,
με το υποκείμενο να πεθαίνει εντέλει από προχωρημένο γήρας».
MΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Η ποιητική σύνθεση, Ρουτίνες, τρίτη κατά σειρά, αποτελεί είδος ασυνάντητο και πιθανώς ανεμπίπτον στον ρου της σύγχρονης ποίησης. Στο συνοδευτικό κείμενο γίνεται λόγος για «δημιουργία νέου περιεχομένου», θα μπορούσατε να εξηγήσετε τι εννοείτε με αυτό;
ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Θα χρειαστεί να
γίνω κάπως αναλυτικός. Από την εποχή του μοντερνισμού, υπήρξε εκ νέου
χρήση ή επανεξέταση προϋπάρχοντος περιεχομένου μα όχι δημιουργία
περιεχομένου. Ο ποιητής δημιουργεί εκείνο που δεν είναι σε θέση να
ορίσει, κι αυτό όχι διότι εκείνο δεν είναι δυνατό να εκφραστεί μα διότι
εάν δεν το δημιουργήσει δεν υπάρχει.
Οι υποφήτες, οι χρησμωδοί, οι
αντιρρησίες περισσεύουν, εντούτοις αδυνατούν να διακρίνουν πως τα
σημαντικά πράγματα κινδυνεύουν όσο και τα ασήμαντα απ’ την αλήθεια. Ο
παραλογισμός είναι δεδομένος καθώς επικρατεί η αντίληψη πως ο
ενστερνισμός αποτελεί εγκυροποίηση και πως αυτή η εγκυροποίηση
επιτυγχάνεται με τη μίμηση. Το βάθος αυτής της παρερμηνείας είναι
δυσθεώρητο.
Η ουσία της τέχνης, συγκεκριμένα εδώ της ποίησης, δεν
έχει να κάνει τόσο με παράγοντες και συνθήκες, που πράγματι παίζουν ρόλο
σημαντικό, μα κυρίως με το δημιουργικό πνεύμα, δηλαδή το πνεύμα που
υπερβαίνει παράγοντες και συνθήκες και ορισμένες φορές δημιουργεί
πρωτότυπους παράγοντες και καινοφανείς συνθήκες, επηρεάζοντας δηλαδή
αυτό που ευρύτερα ή ειδικότερα ονομάζεται ζωή μέσω δημιουργίας (ουδόλως
κατασκευής) ποίησης. Αυτό μένει να το αναγνωρίσει κανείς ως βάσιμο και
βασικό επανεξετάζοντας τον τύπο και την ουσία της ποίησης, προχωρώντας
σε διαχωρισμό της τέχνης του λόγου από τα διαδεδομένα πρότυπα παραγωγής
και κατανάλωσης κειμένων.
Σε αυτό το σημείο η επικρατούσα αντίληψη
περί διάρκειας/αποτελέσματος γίνεται τόσο φαεινή που τυφλώνει: η τέχνη
τοποθετείται στη σκιά των κοινωνικών επιδόσεων. Άλλο το πρόβλημα άλλος ο
προβληματισμός. Αυτό το διερευνητικό διάκενο άλλοτε συνδέεται κι άλλοτε
αποσυνδέεται με αμφισβητούμενες πολιτισμικο-κοινωνικές παραδοχές από
τις οποίες εξαρτάται σημαντικά η αντίληψη των περισσοτέρων σχετικά με τη
θεωρία και την τέχνη στην μεταμοντέρνα καθημερινότητα – μα όχι στην καθημερινότητα.
Η
αναπαράσταση αποτελεί αλήθεια μόνο εφόσον η αλήθεια δεν είναι, κατά
πρώτο, αρεστή, αναπαραστήσιμη και κατά δεύτερο κατανοητή – μολονότι
είναι αναπόσπαστη, θα προσθέσω επίσης πως είναι αδιάρπαστη. Αυτό το
είδος αλήθειας δεν κρίνεται ως τέτοιο μα ως προτίμηση και η αναπαράστασή
της συντίθεται μέσω βολικών ή επιτρεπόμενων επιλογών, όχι μέσω
αναπαραστάσεων της αλήθειας. Το ίδιο ισχύει στα πεδία
αιτιότητας/συνέπειας, γραμμικότητας/συνέχειας. Συνεπώς είναι περισσότερο
παρωχημένο παρά αμφισβητούμενο να πιστεύει κανείς πως υπάρχουν νέες
προκλήσεις. Αυτό που υπάρχει είναι μία μόνο εκ νέου πρόκληση. Η
πεισματική αντίσταση σε διαρκή επιχειρήματα δεν οδηγεί σε νέα
επιχειρήματα. Ούτε βεβαίως και η προθυμία εξακολούθησής τους.
Κάθε
αισθητική ή καλλιτεχνική ιδεολογία που ακολουθείται μέχρι τέλους
μετατρέπεται σε θρησκεία. Προϋπόθεση σε αυτό δεν αποτελεί η ύπαρξη
κάποιας θεμελιώδους αρχής μα η πίστη πως μια ακολουθία υποφερτών ή
ανεκτών παρεμβάσεων ―ικανές να αποδώσουν το νόημα και τη σημασία της
παρέμβασης που φέρουν― μπορούν να αντικαταστήσουν την ανυπόφορη ισχύ του
χωροχρόνου, της ακολουθίας του – για να το θέσω κάπως σχηματικά.
Πρόκειται, δηλαδή, για πίστη σε ακολουθία παρεμβάσεων που δημιουργούν διάρκεια
αντίθετη, αντίδρομη, προς τη διάρκεια η οποία δεν είναι παρά μια
ακολουθία των πάντων όπου οι παρεμβάσεις αποτελούν απλό μέρος της διάρκειας
και τα έργα αποκαλύπτουν την απιθανότητα και την κενότητά της.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Γράφετε στη σελίδα, 37 τους εξής στίχους: «η ανθρωπότητα ως έχει είναι ένα έργο τέχνης/μεταξύ ανθρώπων, που τους χωρίζει, μια άβυσσος ζωής/μια άβυσσος θανάτου». Υπάρχει κάτι που μπορεί να ενώσει την ανθρωπότητα;
ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Ο νοσηρός
ποιητικισμός της τελευταίας 30ετίας ωρίμασε. Αποσύνθεση στολισμένη με
ποιητική άδεια. Κάθε απάτη σαλπίζεται ως προσέγγιση ουσίας και διαρκεί
περισσότερο, όπως η δυσωδία που εξακολουθεί για καιρό στο περιβάλλον
ενός αποσυντεθημένου κορμιού. Εάν μπορεί να σχολιάσει κανείς πράγματι
κάτι, αυτό είναι η δυναμική μίας κοινής επιδίωξης. Αυτή η νεωτερική
ανοησία φαντάζει στους περισσότερους ιδιαίτερα σημαντική διότι διευρύνει
τα όριά της ώστε να επιτύχει γράφοντας και εκδίδοντας το ξεπάστρεμα,
την εξαφάνιση μιας τέχνης που δεν κατανοεί επειδή είναι προς εκείνη
αντίθετη ή ανάρμοστη.
Η μοναξιά αποδίδεται με κρίμα ή
κλάψα. Εάν δεν φέρει ένα από τα δυο αντιμετωπίζεται ως ατομικισμός. Η
ατομοκρατία, επίσης, αντιμετωπίζεται συχνότατα ως εγωτισμός. Κάθε
αδύναμο πνεύμα καταφεύγει, αργά ή γρήγορα, στα πεδία της ισοπαλίας, της
ισοδυναμίας όπου τα πάντα ρυθμίζονται με κανόνα τον εξισωτισμό.
Η
σημασία χρήσης συγκεκριμένων στοιχείων, μορφών κτλ., δεν αποτελεί
θετικοποίηση μα ούτε, ιδιαιτέρως σπάνια, το αντίθετο. Όπως βεβαίως κι
ένα σύνολο στίχων το οποίο στηρίζεται στην ποιοτικοποίηση ή στην
ανάδειξη των θεμελιωδών του στοιχείων δεν αποτελεί ποίημα. Δεν
εξακολουθούμε στην εποχή του Γουίτμαν.
Σχεδόν παντού, ό,τι
εμφανίζεται δεν διαθέτει, δεν επιδέχεται εύρος με ακαθόριστα άκρα μα
ιδεολογίες επί εύρους και ορίων. Τι εννοώ με αυτό, πως τα κείμενα
αποτελούν είδη εξακολουθητικής ακρίβειας συγκεκριμένων προτύπων, οι
συντάκτες αυτών των κειμένων απλά έρχονται ασταμάτητα σε κάποιου τα
λόγια. Στον συνδετήρα, στον παροχέα, στο έργο του οποίου θα επιβεβαιωθεί
ένα μοίρασμα λόγων. Η προϋποτιθέμενη σημασία είναι το άπαν, η
απροϋπόθετη, δηλαδή η ποίηση, αντιμετωπίζεται ως λύμα.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Οι Ρουτίνες είναι ποίηση συλλογική, η οποία βρίσκει σε κάθε τι μικρό κάτι μεγαλειώδες, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της αμετροέπειας. Λειτουργούν ως κειμενικό απότοκο, ή ως εσωτερική συνέπεια;
ΛΕΙΒΑΔΑΣ: Είναι αδύνατο, εννοώ φύσει αδύνατο, να βρεθεί κανείς σε κατάσταση ποίησης δίχως να είναι ποιητής,
συνεπώς στη σύγχρονη πραγματικότητα έγιναν σταδιακά αποδεκτές άλλες
καταστάσεις ώστε να είναι δυνατή η σύσταση ενός πολιτισμικού απολύτου,
ενός διαρκώς μετατρεπόμενου πολιτισμικού απολύτου με απολύτως ορισμένη
έννοια λογοτεχνικού νόμου, ώστε να υπάρξουν εξίσου συγκεκριμένες
αποδόσεις, να μπορεί κανείς να απολαμβάνει είτε το εντός είτε το εκτός
νόμου.
Ο επηρεασμός του κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου είναι
βασικός στη σύμπηξη, στη θεμελίωση, μα δεν είναι επικαθοριστικός,
ολοκληρωματικός, διότι ο ποιητής ενεργεί, επινοεί κι εντέλει δημιουργεί,
ανεξαρτήτως πλαισίων, η κοινωνικο-ιστορική σημασία λοιπόν αποδίδει μία
βάση μα η δημιουργικότητα και η επίδοση είναι ανεπηρέαστες από αυτή, δεν
υπάρχει τίποτα που μην χρήζει υπέρβασης, μα αυτή αποδεικνύεται με
κάποιο ανάπτυγμα.
Στον μεταμοντερνισμό η ανιστορική αισθητική
αποδείχθηκε πολύ πιο αποδοτική και πιο καίρια από τον ανιστορικό
φορμαλισμό του μοντερνισμού όμως εντέλει ο πολυκλαδικός φορμαλισμός του
μεταμοντερνισμού, αυτό που συμβαίνει πια σχεδόν παντού, αυτή η νέα
εξουσιαστική αισθητική εξίσωση δικαιωματισμών την υποβάθμισε.
Η
ομοιωτική γραφή έχει υποκαταστήσει την ποίηση. Είναι ομοιωτική
ανεξαρτήτως του αν είναι πρόχειρη, αντιγραφική και άτεχνη, ενδελεχής,
πρωτοβουλιακή και έντεχνη∙ είναι ομοιωτική γιατί λειτουργεί σύμφωνα με
προτύπα συλλογισμού. Όσο για τους επικαλούμενους άλλους, αυτοί είναι όλοι αναμεταξύ τους ίδιοι. Οι τάσεις, τα φαινόμενα, τα κινήματα, αποτελούν παροξυσμούς άρνησης αναγνώρισης της αλήθειας. Η ανθρωπότητα σέρνεται εδώ και αιώνες γιατί προσπαθεί να ελέγξει το αυτό προσπαθώντας να εκπαιδεύσει τον εαυτό της κατά την ανάγκη αυτού του ελέγχου και όχι κατά το αυτό.
Όχι
μόνο είναι παιδαριώδες να νοηματοδοτούμε το μέλλον νοσταλγώντας το
παρελθόν μα είναι εξίσου παιδαριώδες να νοηματοδοτούμε το παρελθόν
υποβιβάζοντας σε ουτοπία το μέλλον. Στην ποίηση δεν εντοπίζει
κανείς ένα κέντρο ή ένα όριο μα ένα άνυσμα, όχι από ένα όριο προς ένα
κέντρο μα από ένα δημιουργούμενο κέντρο προς ένα δημιουργούμενο όριο.
Πιστεύω
πως δεν υπάρχει τόση ποίηση όση λεκτική συμπεριφορά, η οποία μάλιστα
δεν είναι ποικίλη. Το περιεχόμενο της λεκτικής συμπεριφοράς θεωρείται
περιεχόμενο ποίησης μολονότι δεν είναι. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει στους
τομείς της κριτικής και του δοκιμίου. Η λεκτική συμπεριφορά δεν είναι
λιγότερο ευτράπελη από απειλή αυτοκτονίας που διαρκεί μια ολόκληρη ζωή,
με το υποκείμενο να πεθαίνει εντέλει από προχωρημένο γήρας».