https://bookpress.gr/stiles/eponimos/10644-2019-09-27-08-39-00
Γιάννης Λειβαδάς
Η Σιορανική λογοτεχνία
«On n'est malheureux que parce qu'on a une idée
trop nette sur le bien et le mal.»
~
«Je ne sais pas si je suis mélancolique.
Je suis un lecteur du langage,
ou plutôt des discours sur la mélancolie,
mais je m'en tiens prudemment à distance.»
Το φιλοσοφικό στοιχείο είναι
κατά βάση στοιχείο γλωσσικό, η φιλοσοφία, όταν προκαλεί το νόημα και την
λειτουργία της και δεν επισκέπτεται απλώς το υπάρχον φιλοσοφικό υλικό, είναι
συνάμα μια νεόδμητη, ή ορθότερα, νεοπαγής λογοτεχνία. Διότι η πρόκληση, η
σύνθεση, επιτυγχάνονται μέσω μιας γλώσσας με συγκεκριμένες απαιτήσεις και ακόμη
πιο συγκεκριμένες αξίες. Το «φιλο-» εμφορείται και από την τέχνη ενός λόγου.
Πεπεισμένη για έναν αγώνα ρήξεων
και αποκαθηλώσεων, η φιλοσοφία αποκτά ιδιότητες λογοτεχνικές, οι οποίες δεν
λειτουργούν απλά ως εργαλεία μα ως συντελεστές του φιλοσοφικού της χαρακτήρα.
Διαρκώς ανάμεσα στις διακρίσεις
που προσδιορίζουν τη συνοχή και τη διαστολή προϋπαρχόντων τύπων και νέων τύπων,
η φιλοσοφία, τουλάχιστον η φιλοσοφία του Σιοράν, ταυτόχρονα με το περιεχόμενό
της εκφράζει και ένα είδος αμιγούς γλωσσικής λειτουργίας η οποία φέρει μια
παράλληλη διακριτότητα, μια λογοτεχνία, η οποία λειτουργεί ως αισθητικό
υπόβαθρο∙ έναν τρόπο ο οποίος επιτρέπει τη σύνθεση μιας συνεκτικής ολότητας,
που καθιστά το φιλοσοφικό έργο απαλλαγμένο από γενικούς τύπους και
επαναλαμβανόμενα μοτίβα.
Κάθε ισχυρή φιλοσοφική γλώσσα,
όπως και η Σιορανική, διατηρεί, τόσο στη διαχρονική της ανάγνωση όσο και στην
ουσιολογική της προοπτική, άθικτη μια γλωσσο-αισθητική αυτονομία η οποία στην
πραγματικότητα αποτελεί επίσης απόκλιση από τις ακολουθίες του φορμαλισμού,
όπως, και με την ίδια πιθανώς ισχύ, λειτουργεί η απόκλιση νοήματος. Η Σιορανική
γλώσσα είναι μια γλώσσα απόκλισης, όχι λιγότερο χαρακτηριστική και δριμεία από
τον Σιορανικό φιλοσοφικό στοχασμό. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται καθετί
είναι εξαιρετικά πυκνός, οικονομικός, μα διακρίνεται επίσης από ένα γλωσσικό
ύφος το οποίο βρίσκεται μακράν πιο κοντά στη λογοτεχνία παρά στη φιλοσοφία. Ο
Σιοράν γνώριζε πως η γλώσσα γίνεται πραγματικά φιλοσοφική εφόσον είναι
λογοτεχνική, ακόμη και αν η λογοτεχνικότητά της απορρέει αμιγώς από την προσωπικότητα, το πνεύμα του φορέα της, δίχως
να γίνεται επί τούτου λογοτεχνική: η τέχνη του φιλοσοφικού λόγου συντίθεται
πρώτιστα από την απαίτηση που έχει ο εκφραστής προς τον εαυτό του, εφόσον αυτός
είναι ο πιο ολοκληρωμένος, ήτοι πλέον συντετριμμένος αναγνώστης των ιδεών του.
Η γλώσσα άπτεται πρωτίστως ως λογοτεχνία, όχι ως πρόσδοση επικοινωνιακού κύρους∙
ακόμη και αν η λογοτεχνία, στην περίπτωσή μας, λειτουργεί περιορισμένα, σε
επίπεδο χαμηλότερο από το φιλοσοφικό, καθότι η δημιουργική και η πνευματική
αυταπάτη, -δηλαδή η διττή ουσία του λόγου- στρέφονται, ούτως ή άλλως και αρχικώς στον
ίδιο τον συγγραφέα: τον δημιουργό, τον διανοιγμένο άνθρωπο.
Σύμφωνα με την επανειλημμένη του
τοποθέτηση, η συγγραφή ήταν μέσο αποφυγής της αυτοκτονίας το οποίο τον βοηθούσε
να υπομένει τη ζωή. Η συγγραφή αυτή όμως, ήταν μια ζωντανή εμπειρία και
μεταδόθηκε περισσότερο ως τέτοια παρά ως φιλοσοφική θέση, μολονότι η θέση αυτή
στον τομέα της φιλοσοφίας παραμένει έως σήμερα μοναδική. Ο ίδιος είχε σημειώσει
πως δεν διέθετε ούτε ταλέντο ούτε ύφος, παρόλα αυτά επέμενε εμφατικά πως η
ανατροπή της παγκόσμιας αναισθησίας ξεκινούσε από την αισθητική αποκατάσταση.
Πέραν αυτών, ο κατά τον Σιοράν επερχόμενος,
τεκμαιρόμενος, θάνατος της λογοτεχνίας, τέθηκε ικανοποιητικά στις βάσεις
του προβληματισμού του για να καταλήξει στη συγκριτική έκλαμψη πως η απουσία
της λογοτεχνίας θα μετατρέψει τους ανθρώπους σε ρομπότ – φαινόμενο το οποίο
έχουμε ήδη ξεκινήσει να ζούμε με την επικουρία της λογοτεχνίας που δεν διαθέτει
ίχνος τέχνης του λόγου. Αυτή η προφητικά διακηρυγμένη του αντίφαση θα
εμφανιστεί τουλάχιστον για μία ακόμη φορά ως εκτεταμένη χρήση ύφους, καθώς
σημείωσε πως η συγγραφή του θα καθίστατο ιδανική όταν ο ίδιος κατάφερνε να
σωπάσει τον ποιητή που έκρυβε μέσα του. Μια ανάλογη παραδοξότητα κορυφώθηκε
επίσης στο σημείο όπου εξομολογείται πως τα κείμενά του επιχειρούν να
προκαλέσουν αφύπνιση, αφού η γραφή αποτελεί εντέλει υπέρβαση της σχετικότητας,
της χρονικότητας και του θανάτου.
Το ένα άκρο, τόσο της (υποχρεούμαι
λόγω διαφοράς να πω: αληθινής) λογοτεχνίας όσο και της (υποχρεούμαι ξανά λόγω
διαφοράς να πω: αληθινής) φιλοσοφίας, βυθίζεται πάντοτε στη δημιουργική
αποτελείωση, στην ολοκλήρωση που γεννά η επί της ουσίας αποτυχία.
Στην πραγματικότητα ο φιλόσοφος,
όπως και ο ποιητής, προσφέρει ένα κείμενο στον αναγνώστη με τη βαρύτητα και τη
σημασία που έχει η προσφορά φωνής και λόγου σε ένα πλάσμα το οποίο είναι άφωνο
ή ανέκφραστο. Το κείμενο αυτό παίζει τον ίδιο ακριβώς ρόλο που παίζει η
απόκτηση μητρικής γλώσσας. Εάν αυτό δεν γίνει κατανοητό, αποδεκτό, η ποίηση μα
και η φιλοσοφία δεν παίζουν απολύτως κανέναν ρόλο, δεν συνεισφέρουν το
παραμικρό.
Η ανθεκτικότητα του ερωτηματικού
κενού που εκκρεμεί μεταξύ προτύπων και επιπλοκών, όσο και μεταξύ παραδοχών και
αντιρρήσεων, αποτελεί επίσης γλωσσική λειτουργία: αυτή η ανθεκτικότητα φέρνει
σε έναν μηχανισμό του οποίου τα μέρη λειτουργούν άψογα δίχως να είναι ακριβώς
κατανοητά μα ο μηχανισμός είναι καθόλα κατανοητός ως επιστέγασμα της ανθρώπινης
αδυνατότητας. Ο δημιουργός ξεσκίζεται, καταρρακώνεται απ’ αυτό το ερωτηματικό
κενό δίχως να είναι σε θέση να εντοπίσει ή να ερμηνεύσει ικανοποιητικά τόσο το
κενό όσο και τη θέση του μέσα σε αυτό. Ο φιλοσοφικός λόγος λοιπόν, μετατρέπεται
αυτομάτως σε λογοτεχνικό εφόσον ο διανοητής όσο ψηλαφίζει την ακρίβεια τόσο
ψηλαφίζει με ακρίβεια.
Αυτή η τοποθέτηση μπορεί να θεωρηθεί από
κάποιους όχι ιδιαίτερα ικανοποιητική, για να μην πω απαράδεκτη, εντούτοις δεν
υφίσταται σήμερα είδος ή σχολή ανάλυσης της λεγόμενης καθολικότητας, ως
αντικειμενικότητα, που να μην υποφέρει από έλλειψη εγκυρότητας ακριβώς επειδή
εξακολουθεί να αναπτύσσεται με βάση διακρίσεις οι οποίες εξαρτώνται η μία από
την άλλη, αποφεύγοντας την έκθεση στην απεξάρτηση και την επαληθευτική τραγικότητα
των τεκμηρίων τους. Στον Σιοράν κάθε φράση μαθητεύει στην, επί της ουσίας και
όχι επί της διαπίστωσης, επισφάλεια, όχι μόνο ως φράση φιλοσοφική μα και ως
λεκτικό σχήμα που είναι φορέας ανάλογης αισθητικής.
Η Σιορανική γραφή δεν εκπροσωπεί
κάποιο ιδεώδες μα μια κρίση ασυμβίβαστη προς την ίδια τη φιλοσοφία καθότι
εξάγεται από το ξεπέρασμά της και διατυπώνεται κατά τρόπο, ας πούμε,
αποδεκατιστικό. Η Σιορανική γλώσσα είναι πάνω απ’ όλα γεγονός, συντάσσεται ως
γεγονός και ως εμπειρική ανάλυση η οποία σημαίνει το περιεχόμενό της με τη
χρήση μιας ιδιαίτερης και χαρακτηριστικής «γενετικής», ως προς την αισθητική
της εκφορά, η οποία βρίσκεται αδιάλειπτα στο σημείο εκπνοής της και σχεδόν ποτέ
δεν διέπεται από εισαγωγική ολοκλήρωση. Τα Σιορανικά κείμενα διαθέτουν μέθοδο
κρίσεως και ύφος που ταιριάζουν σε μια νεκροψία. Η γλώσσα τους είναι
λογοτεχνική γιατί εμφορείται από το αίσθημα και τη συνείδηση ενός τέλους, μίας
οριστικότητας, από το ανικανοποίητο μιας ανεκπλήρωτης ομιλίας, η οποία
συμπιέζεται από την παράλληλη βίωση της σιωπής που επιβάλλεται ως γλωσσική «υπερ-αλήθεια».
Ο λόγος είναι αναγκαίος για τη διαμήνυση μα την ίδια στιγμή είναι ο μοναδικός
τρόπος απόπειρας μεταβίβασης του περιεχομένου της σιωπής. Η γλώσσα δεν γλιτώνει από τη σιωπή μα και η
σιωπή δεν μπορεί να ξεπεράσει τη γλώσσα∙ αυτό στον Σιοράν εκφράζεται με κείμενα
θραυσματικά, κατά τρόπο απόλυτο, θα μπορούσε να πει κανείς, αποσπασμένα από μια
ανυπόφορη, βασανιστική ροή, γινωμένα από ένα στρεπτό ύφος και μία σύνταξη
παιγνιώδη, αποσταθεροποιητική, δημιουργώντας ένα μοναδικό πλαίσιο αναφοράς στο
οποίο η φιλοσοφική διατύπωση συμπυκνώνεται ως διαφυγόν νοηματικό υλικό και
ουδόλως, ή έστω πολύ σπάνια, ως διασυνδετικό καταστάλαγμα.
Η φιλοσοφική λογοτεχνία του
Σιοράν διαφωτίζει, πρώτα απ’ όλα, σχετικά με το πρόβλημα των επιρροών και των
προκαταλήψεων. Ξεπερνά και τα δύο αυτά είδη, τα οποία βλέπουμε πως συχνότατα
χρησιμοποιούνται με τον χαρακτήρα πεπερασμένων αποκαταστάσεων και
αποκαθηλώσεων, έχοντας μετατρέψει τον τρόπο και το ύφος της γραφής του σε κριτική
λόγου η οποία υπερβαίνει το ερμηνευτικό της θεμελίωμα διότι ερείδεται στην
κενότητα, στην αυθεντικότητα, δηλαδή, της υπαρξιακής αποτυχίας και ακυρότητας.
Στη γνώση, ήτοι στην άρνηση της συγκριτικής εύνοιας και της υποτακτικής
«μύησης» μέσω των οποίων, ως επί το πλείστον οι φιλοσοφικοί σχολιαστές
μετατρέπονται σε χρήσιμους, -νομιμοποιητικούς, ανεξαρτήτως «ανατρεπτικού» ύφους
και ανάλογων θέσεων- φωστήρες.
Η ύπαρξη λογοτεχνίας εντός
φιλοσοφίας αποτελεί απόρροια μιας αυθεντίας που δεν σκοπεύει στην αναπαραγωγή
της αυθεντικότητά της, κι αυτές οι δυο με τη σειρά τους απορρέουν από την
εποπτική μύηση του συγγραφέα. Η λογοτεχνία που εφαρμόζεται, δηλαδή, στη
φιλοσοφία του Σιοράν, δεν αποτελεί απλώς εμφατικό ύφος ή καλλιτεχνική
διενέργεια εντός της ρύμης του λόγου προς χάρη των λεπτότατων σημείων μιας
βασιμότητας. Αντιθέτως, η Σιορανική λογοτεχνία θέτει τον φιλοσοφικό λόγο σε ένα
έτερο, μα διόλου υποδεέστερο, επίπεδο κρίσεως, όπου κρίνεται τόσο ο λόγος όσο
και το πρόσωπο, ο φιλόσοφος, ο διανοητής, ως φορείς όχι μόνο αιτιολογημένων
γνώσεων μα και ενός νέου κύρους, το οποίο συχνά φαντάζει έλλογα αναιτιολόγητο,
είτε, σε σχέση με την παράδοση, ανεπιθύμητο.
Ο Σιοράν, ως αντιρρητικός μα και
ως εναντιωμένος, δεν αμφισβήτησε μόνο το φιλοσοφικό περιεχόμενο μα και τον
καθαυτό φιλοσοφικό λόγο. Τα υποδείγματα της συνολικής φιλοσοφικής θεωρίας, για
τον Σιοράν, ανέπτυξαν ποικίλες μεθόδους κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης μα
οι σχέσεις αυτών των υποδειγμάτων σταδιακά όλο και περισσότερο εκτίθεντο σε μία
αναρρίχηση, τρόπον τινά, ή, εμβάθυνση
απόκλισης, από το νόημα της γλώσσας και της γνώσης.
Η γλώσσα και το περιεχόμενό της,
καθώς και η νοηματική της αξία, δύνανται να προσφέρουν χαμερπείς υπηρεσίες
ακόμη και όταν διαμορφώνουν μια πραγματικότητα η οποία επιτρέπει
το πέρασμα από τις διεξόδους της μερικότητας στις συμπληρωματικές
οικουμενικότητες. Η φιλοσοφία, όπως και η γλώσσα, περνούν πολύ συχνά από το
ψηλαφητό σκοτάδι στο πρόσφορο κενό και από το ψηλαφητό κενό στο πρόσφορο
σκοτάδι: αυτή είναι μια από τις σαγηνευτικές πτυχές των μιμιδίων, ένας αμίμητος
εμπαιγμός.
Ο Σιοράν, όπως ένας μείζων
ποιητής, έφερε μνήμη ανεκπλήρωτου περιεχομένου και όχι μνήμη επιλεκτική,
κάποιας συνεκτικής ή βοηθητικής ανάδειξης, ή έστω μια μνήμη αναφορών και
συμβόλων, όπως το συνηθίζουν οι ελάσσονες ποιητές. Στο περιβάλλον μιας
απόλυτης, αξιακής και νοηματοδοτικής βίας, ο λόγος του Σιοράν ήταν κατά βάση
ειρηνικός και ατελεύτητος.
Η πρόσβαση στον διευκρινιστικό
λόγο προϋποθέτει την επίκληση και συνάμα τη χρήση ενός λεκτικού ταπεραμέντου,
μίας ενάργειας δηλαδή, η οποία στηρίζεται περισσότερο στην αμφισβήτηση παρά στην
επανεπικύρωση. Οι ερμηνείες δεν αποτελούν υποχρεωτικά ερμηνεία, ακριβώς όπως οι
αμφισβητήσεις δεν αποτελούν υποχρεωτικά αμφισβήτηση. Ο Σιοράν διαρκώς ανάμεσα
στη σχέση του αντικειμένου της φιλοσοφίας και την ολικότητα του ρόλου της
διάνοιας, κατάφερε να εξελίξει ταυτόχρονα μια σημειολογία και μια αφήγηση εκτός
συμβολικών συστημάτων και εκτός λογοτεχνικών αξιώσεων∙ επιδόθηκε, θα τολμήσω να
πω, στην πρόκληση προσδιορισμού.
Το ερμηνευτικό τέλος,
επιτυγχάνεται ακόμη και ως άνοδος σε υψηλότερα πεδία αφαίρεσης, ή σε βαθύτερα
πεδία πτώσης – πρόκειται για την ίδια ακριβώς αναλυτική περιεκτικότητα
πνευματικής διεργασίας η οποία δημιουργεί λόγο
μόνο σαν ξεπερνά τα σημασιολογικά καθώς και τα ιεραρχικά όρια που η ίδια είχε
θέσει αποκτώντας την απαιτούμενη διάκριση. Εντοπίζοντας, εν ολίγοις, τον λόγο, καθώς βαθμιαία τον δημιουργεί.
Στον πυρήνα αυτής δημιουργίας βρίσκεται η σιορανική λογοτεχνία: μια πλήρης
εκκένωση μέσα στην οποία συμβαίνει εκείνο που δύσκολα φαντάζεται κανείς πως
είναι δυνατό να συμβεί. Το παρελθόν αποκτά νόημα συνέπειας, το μέλλον αποκτά
νόημα αιτίας. Κάθε γνώση που δεν επωμίζεται τη ρήξη, αποτελεί καταστολή, εφόσον
η πιο βέβαιη καθολικότητα είναι εκείνη του πόνου.
Παρίσι
2019