http://www.literature.gr/prosiki-anepitreptos-grafi-o-giannis-livadas/
Η παρακμή, δήλωσε κάποτε ο Μποντλέρ, είναι μία ιδιαιτέρως βολική και αόριστη λέξη, προς τέρψη όσων δεν αντιλαμβάνονται το νόημά της. Το αυτό και με την ποίηση, προσθέτω, η οποία θέτει τα υποκείμενά της σε θέση αντίθετη και δυσανάλογη προς τα υποκείμενα που ικανοποιούνται με την εκτόνωση και τη σημείωση.
Η παρακμή, δήλωσε κάποτε ο Μποντλέρ, είναι μία ιδιαιτέρως βολική και αόριστη λέξη, προς τέρψη όσων δεν αντιλαμβάνονται το νόημά της. Το αυτό και με την ποίηση, προσθέτω, η οποία θέτει τα υποκείμενά της σε θέση αντίθετη και δυσανάλογη προς τα υποκείμενα που ικανοποιούνται με την εκτόνωση και τη σημείωση.
Η ποίηση ως τέχνη είναι
πλήρωση, όχι έλλειψη. Ως εξέλιξη, ως διεργασία, είναι αρκετά κενή ώστε να χωρά
το κείμενό της, μη ικανοποιητικά τελειωμένη ώστε να μπορεί να αναιρεί τις
τροπές και την οντότητά της. Η αισθητική συγκίνηση απέχει μνημειωδώς από την
ποίηση, παρότι η ποίηση την εμπεριέχει μέσα στο συγκλονιστικό της περιβάλλον.
Τρεις συναντήσεις,
λοιπόν, που διακατέχονται από λαβυρινθώδεις φυσικότητες οι οποίες άπτονται σε
αιτίες και αιτιώδη από τα οποία δεν σύγκειται η ποίηση. Ετούτο, εκτός τυχόντων
προβληματισμών και χαριτωμένων αποδύσεων, τοποθετεί στην ανθρώπινη λογική και
φαντασία ένα διττό αποτέλεσμα: ο κοινωνικός άνθρωπος αποκλίνει απ’ την ποίηση
και η πιθανότητα ύπαρξης μιας ποιητικής του ταυτότητας είναι θεαματικά
αποκλίνουσα από τη δική του ψευδαίσθηση δημιουργίας. Ο κοινωνικός άνθρωπος
κατασκευάζει, γιατί δεν δύναται να δημιουργήσει.
Απόμεινε ο οργανικός
άνθρωπος, το μη κοινωνικό είδος, που η προέλευσή του πηγάζει από μία μέλανα
χολή η οποία βρίσκεται στο μέλλον. Αυτός δημιουργεί.
Το μόνο που δεν έχει
σχολιαστεί/εκφραστεί επαρκώς, είναι ο κλινικός ορισμός της ποίησης του κοινωνικού
ανθρώπου, ο οποίος και θα αναδείξει, τελικώς, τις αλληλεπικαλύψεις μεταξύ του
κλινικού ορισμού και της ευρύτερης χρήσης του όρου «ποίηση» και «ποιητικός».
Και ποιος δεν είναι
επιμελής με τους αυτο-προβληματισμούς του, με τις απολαυστικές του αυτο-προβολές,
άπαντες. Το είδος της πλειονότητας: οι προκλητές αναμνήσεις του ιδεώδους, η
καταπληξία με αιτία και πολλαπλασιασμό,
συμπεριλαμβανόμενων των υπομνημάτων, των «συμπληρώσεων υλικού» κάτωθεν της
ανήκουστης θέσης του οργανικού ανθρώπου∙ γιατί τίποτε δεν πρέπει να πέσει χάμω,
θα παρασύρει το βλέμμα στο ζωντανό πτώμα του κοινωνικού ανθρώπου, εντός του
οποίου η συναισθηματική ανάκλαση έχει αντικαταστήσει την πνευματική αμεσότητα.
Η περισυλλογή του
κοινωνικού ανθρώπου είναι εκ φύσεως διευκολυμένη γιατί τερματίζει στην αφήγηση
ενός εμπυούμενου ιστορικού, όπου εντοπίζονται το «καλό» ή το «κακό». Η ποίησή
του είναι διευθετημένη από την αντοχή της διακριτικότητάς του. Σ’ αυτή την
ποίηση ζωντανεύουν συμβολικά όλα όσα ανακτώνται ή προσιδιάζουν στην ανάγκη του,
η οποία είναι και η ανάγκη του άλλου. Στην ετέρα ποίηση, εκείνη του οργανικού
ανθρώπου, ακμάζουν οι κίνδυνοι και η απουσία πρώτου προσώπου, τα σύμβολα
καταργούνται, συναντάται μονάχα εκείνο που δημιουργείται.
Η ποίηση του κοινωνικού
ανθρώπου συντηρεί το δράμα και, κατά κανόνα μάλιστα, το μεγεθύνει – διότι το
δράμα δεν είναι ποτέ ένα δράμα ικανοποιητικό, οφείλει να διογκώνεται ώστε να
παράσχει συγκατάνευση στο διανοητικό του άλλοθι. Η ποίηση του οργανικού
ανθρώπου είναι για πέταμα, τόσο εκλεπτυσμένη, διυλισμένη, που δεν εκπροσωπεί
τίποτα και κανέναν, παρά την ασυγκράτητη, την ακατεύναστη κενότητα.
Είμαι πεπεισμένος πως η
ποίηση μήτε κατανοείται μέσα στο πλαίσιο των υπολοίπων τεχνών, μήτε λειτουργεί
μέσα σε αυτό. Ενόσω εσύ μένεις αξύριστος, ή ευαίσθητος, ή μελαγχολικός, ενόσω
ωριμάζεις μέσα στην κοινωνία με την οποία συνομιλείς και η οποία διεγείρει την
υιοθέτηση της απολύτως ξεκάθαρής σου περίπτωσης∙ ενόσω διασπώνται και
ανασυνίστανται οι στοχαστικές προοπτικές της προβληματισμένης σου φιγούρας,
κάποιος άλλος πριονίζει το πριονίδι.
Η παρακμή, δήλωσε
κάποτε ο Μποντλέρ, είναι μία ιδιαιτέρως βολική και αόριστη λέξη, προς
τέρψη όσων δεν αντιλαμβάνονται το νόημά της. Το αυτό και με την ποίηση,
προσθέτω, η οποία θέτει τα υποκείμενά της σε θέση αντίθετη και
δυσανάλογη προς τα υποκείμενα που ικανοποιούνται με την εκτόνωση και τη
σημείωση.
Η ποίηση ως τέχνη είναι πλήρωση, όχι έλλειψη. Ως εξέλιξη, ως διεργασία,
είναι αρκετά κενή ώστε να χωρά το κείμενό της, μη ικανοποιητικά
τελειωμένη ώστε να μπορεί να αναιρεί τις τροπές και την οντότητά της. Η
αισθητική συγκίνηση απέχει μνημειωδώς από την ποίηση, παρότι η ποίηση
την εμπεριέχει μέσα στο συγκλονιστικό της περιβάλλον.
Τρεις συναντήσεις, λοιπόν, που διακατέχονται από λαβυρινθώδεις
φυσικότητες οι οποίες άπτονται σε αιτίες και αιτιώδη από τα οποία δεν
σύγκειται η ποίηση. Ετούτο, εκτός τυχόντων προβληματισμών και
χαριτωμένων αποδύσεων, τοποθετεί στην ανθρώπινη λογική και φαντασία ένα
διττό αποτέλεσμα: ο κοινωνικός άνθρωπος αποκλίνει απ’ την ποίηση και η
πιθανότητα ύπαρξης μιας ποιητικής του ταυτότητας είναι θεαματικά
αποκλίνουσα από τη δική του ψευδαίσθηση δημιουργίας. Ο κοινωνικός
άνθρωπος κατασκευάζει, γιατί δεν δύναται να δημιουργήσει.
Απόμεινε ο οργανικός άνθρωπος, το μη κοινωνικό είδος, που η προέλευσή
του πηγάζει από μία μέλανα χολή η οποία βρίσκεται στο μέλλον. Αυτός
δημιουργεί.
Το μόνο που δεν έχει σχολιαστεί/εκφραστεί επαρκώς, είναι ο κλινικός
ορισμός της ποίησης του κοινωνικού ανθρώπου, ο οποίος και θα αναδείξει,
τελικώς, τις αλληλεπικαλύψεις μεταξύ του κλινικού ορισμού και της
ευρύτερης χρήσης του όρου «ποίηση» και «ποιητικός».
Και ποιος δεν είναι επιμελής με τους αυτο-προβληματισμούς του, με τις
απολαυστικές του αυτο-προβολές, άπαντες. Το είδος της πλειονότητας: οι
προκλητές αναμνήσεις του ιδεώδους, η καταπληξία με αιτία και
πολλαπλασιασμό, συμπεριλαμβανόμενων των υπομνημάτων, των «συμπληρώσεων
υλικού» κάτωθεν της ανήκουστης θέσης του οργανικού ανθρώπου∙ γιατί
τίποτε δεν πρέπει να πέσει χάμω, θα παρασύρει το βλέμμα στο ζωντανό
πτώμα του κοινωνικού ανθρώπου, εντός του οποίου η συναισθηματική
ανάκλαση έχει αντικαταστήσει την πνευματική αμεσότητα.
Η περισυλλογή του κοινωνικού ανθρώπου είναι εκ φύσεως διευκολυμένη γιατί
τερματίζει στην αφήγηση ενός εμπυούμενου ιστορικού, όπου εντοπίζονται
το «καλό» ή το «κακό». Η ποίησή του είναι διευθετημένη από την αντοχή
της διακριτικότητάς του. Σ’ αυτή την ποίηση ζωντανεύουν συμβολικά όλα
όσα ανακτώνται ή προσιδιάζουν στην ανάγκη του, η οποία είναι και η
ανάγκη του άλλου. Στην ετέρα ποίηση, εκείνη του οργανικού ανθρώπου,
ακμάζουν οι κίνδυνοι και η απουσία πρώτου προσώπου, τα σύμβολα
καταργούνται, συναντάται μονάχα εκείνο που δημιουργείται.
Η ποίηση του κοινωνικού ανθρώπου συντηρεί το δράμα και, κατά κανόνα
μάλιστα, το μεγεθύνει – διότι το δράμα δεν είναι ποτέ ένα δράμα
ικανοποιητικό, οφείλει να διογκώνεται ώστε να παράσχει συγκατάνευση στο
διανοητικό του άλλοθι. Η ποίηση του οργανικού ανθρώπου είναι για πέταμα,
τόσο εκλεπτυσμένη, διυλισμένη, που δεν εκπροσωπεί τίποτα και κανέναν,
παρά την ασυγκράτητη, την ακατεύναστη κενότητα.
Είμαι πεπεισμένος πως η ποίηση μήτε κατανοείται μέσα στο πλαίσιο των
υπολοίπων τεχνών, μήτε λειτουργεί μέσα σε αυτό. Ενόσω εσύ μένεις
αξύριστος, ή ευαίσθητος, ή μελαγχολικός, ενόσω ωριμάζεις μέσα στην
κοινωνία με την οποία συνομιλείς και η οποία διεγείρει την υιοθέτηση της
απολύτως ξεκάθαρής σου περίπτωσης∙ ενόσω διασπώνται και ανασυνίστανται
οι στοχαστικές προοπτικές της προβληματισμένης σου φιγούρας, κάποιος
άλλος πριονίζει το πριονίδι.
Read more at: http://www.literature.gr/
Read more at: http://www.literature.gr/
Η παρακμή, δήλωσε
κάποτε ο Μποντλέρ, είναι μία ιδιαιτέρως βολική και αόριστη λέξη, προς
τέρψη όσων δεν αντιλαμβάνονται το νόημά της. Το αυτό και με την ποίηση,
προσθέτω, η οποία θέτει τα υποκείμενά της σε θέση αντίθετη και
δυσανάλογη προς τα υποκείμενα που ικανοποιούνται με την εκτόνωση και τη
σημείωση.
Η ποίηση ως τέχνη είναι πλήρωση, όχι έλλειψη. Ως εξέλιξη, ως διεργασία,
είναι αρκετά κενή ώστε να χωρά το κείμενό της, μη ικανοποιητικά
τελειωμένη ώστε να μπορεί να αναιρεί τις τροπές και την οντότητά της. Η
αισθητική συγκίνηση απέχει μνημειωδώς από την ποίηση, παρότι η ποίηση
την εμπεριέχει μέσα στο συγκλονιστικό της περιβάλλον.
Τρεις συναντήσεις, λοιπόν, που διακατέχονται από λαβυρινθώδεις
φυσικότητες οι οποίες άπτονται σε αιτίες και αιτιώδη από τα οποία δεν
σύγκειται η ποίηση. Ετούτο, εκτός τυχόντων προβληματισμών και
χαριτωμένων αποδύσεων, τοποθετεί στην ανθρώπινη λογική και φαντασία ένα
διττό αποτέλεσμα: ο κοινωνικός άνθρωπος αποκλίνει απ’ την ποίηση και η
πιθανότητα ύπαρξης μιας ποιητικής του ταυτότητας είναι θεαματικά
αποκλίνουσα από τη δική του ψευδαίσθηση δημιουργίας. Ο κοινωνικός
άνθρωπος κατασκευάζει, γιατί δεν δύναται να δημιουργήσει.
Απόμεινε ο οργανικός άνθρωπος, το μη κοινωνικό είδος, που η προέλευσή
του πηγάζει από μία μέλανα χολή η οποία βρίσκεται στο μέλλον. Αυτός
δημιουργεί.
Το μόνο που δεν έχει σχολιαστεί/εκφραστεί επαρκώς, είναι ο κλινικός
ορισμός της ποίησης του κοινωνικού ανθρώπου, ο οποίος και θα αναδείξει,
τελικώς, τις αλληλεπικαλύψεις μεταξύ του κλινικού ορισμού και της
ευρύτερης χρήσης του όρου «ποίηση» και «ποιητικός».
Και ποιος δεν είναι επιμελής με τους αυτο-προβληματισμούς του, με τις
απολαυστικές του αυτο-προβολές, άπαντες. Το είδος της πλειονότητας: οι
προκλητές αναμνήσεις του ιδεώδους, η καταπληξία με αιτία και
πολλαπλασιασμό, συμπεριλαμβανόμενων των υπομνημάτων, των «συμπληρώσεων
υλικού» κάτωθεν της ανήκουστης θέσης του οργανικού ανθρώπου∙ γιατί
τίποτε δεν πρέπει να πέσει χάμω, θα παρασύρει το βλέμμα στο ζωντανό
πτώμα του κοινωνικού ανθρώπου, εντός του οποίου η συναισθηματική
ανάκλαση έχει αντικαταστήσει την πνευματική αμεσότητα.
Η περισυλλογή του κοινωνικού ανθρώπου είναι εκ φύσεως διευκολυμένη γιατί
τερματίζει στην αφήγηση ενός εμπυούμενου ιστορικού, όπου εντοπίζονται
το «καλό» ή το «κακό». Η ποίησή του είναι διευθετημένη από την αντοχή
της διακριτικότητάς του. Σ’ αυτή την ποίηση ζωντανεύουν συμβολικά όλα
όσα ανακτώνται ή προσιδιάζουν στην ανάγκη του, η οποία είναι και η
ανάγκη του άλλου. Στην ετέρα ποίηση, εκείνη του οργανικού ανθρώπου,
ακμάζουν οι κίνδυνοι και η απουσία πρώτου προσώπου, τα σύμβολα
καταργούνται, συναντάται μονάχα εκείνο που δημιουργείται.
Η ποίηση του κοινωνικού ανθρώπου συντηρεί το δράμα και, κατά κανόνα
μάλιστα, το μεγεθύνει – διότι το δράμα δεν είναι ποτέ ένα δράμα
ικανοποιητικό, οφείλει να διογκώνεται ώστε να παράσχει συγκατάνευση στο
διανοητικό του άλλοθι. Η ποίηση του οργανικού ανθρώπου είναι για πέταμα,
τόσο εκλεπτυσμένη, διυλισμένη, που δεν εκπροσωπεί τίποτα και κανέναν,
παρά την ασυγκράτητη, την ακατεύναστη κενότητα.
Είμαι πεπεισμένος πως η ποίηση μήτε κατανοείται μέσα στο πλαίσιο των
υπολοίπων τεχνών, μήτε λειτουργεί μέσα σε αυτό. Ενόσω εσύ μένεις
αξύριστος, ή ευαίσθητος, ή μελαγχολικός, ενόσω ωριμάζεις μέσα στην
κοινωνία με την οποία συνομιλείς και η οποία διεγείρει την υιοθέτηση της
απολύτως ξεκάθαρής σου περίπτωσης∙ ενόσω διασπώνται και ανασυνίστανται
οι στοχαστικές προοπτικές της προβληματισμένης σου φιγούρας, κάποιος
άλλος πριονίζει το πριονίδι.
Read more at: http://www.literature.gr/
Read more at: http://www.literature.gr/
Η παρακμή, δήλωσε
κάποτε ο Μποντλέρ, είναι μία ιδιαιτέρως βολική και αόριστη λέξη, προς
τέρψη όσων δεν αντιλαμβάνονται το νόημά της. Το αυτό και με την ποίηση,
προσθέτω, η οποία θέτει τα υποκείμενά της σε θέση αντίθετη και
δυσανάλογη προς τα υποκείμενα που ικανοποιούνται με την εκτόνωση και τη
σημείωση.
Η ποίηση ως τέχνη είναι πλήρωση, όχι έλλειψη. Ως εξέλιξη, ως διεργασία,
είναι αρκετά κενή ώστε να χωρά το κείμενό της, μη ικανοποιητικά
τελειωμένη ώστε να μπορεί να αναιρεί τις τροπές και την οντότητά της. Η
αισθητική συγκίνηση απέχει μνημειωδώς από την ποίηση, παρότι η ποίηση
την εμπεριέχει μέσα στο συγκλονιστικό της περιβάλλον.
Τρεις συναντήσεις, λοιπόν, που διακατέχονται από λαβυρινθώδεις
φυσικότητες οι οποίες άπτονται σε αιτίες και αιτιώδη από τα οποία δεν
σύγκειται η ποίηση. Ετούτο, εκτός τυχόντων προβληματισμών και
χαριτωμένων αποδύσεων, τοποθετεί στην ανθρώπινη λογική και φαντασία ένα
διττό αποτέλεσμα: ο κοινωνικός άνθρωπος αποκλίνει απ’ την ποίηση και η
πιθανότητα ύπαρξης μιας ποιητικής του ταυτότητας είναι θεαματικά
αποκλίνουσα από τη δική του ψευδαίσθηση δημιουργίας. Ο κοινωνικός
άνθρωπος κατασκευάζει, γιατί δεν δύναται να δημιουργήσει.
Απόμεινε ο οργανικός άνθρωπος, το μη κοινωνικό είδος, που η προέλευσή
του πηγάζει από μία μέλανα χολή η οποία βρίσκεται στο μέλλον. Αυτός
δημιουργεί.
Το μόνο που δεν έχει σχολιαστεί/εκφραστεί επαρκώς, είναι ο κλινικός
ορισμός της ποίησης του κοινωνικού ανθρώπου, ο οποίος και θα αναδείξει,
τελικώς, τις αλληλεπικαλύψεις μεταξύ του κλινικού ορισμού και της
ευρύτερης χρήσης του όρου «ποίηση» και «ποιητικός».
Και ποιος δεν είναι επιμελής με τους αυτο-προβληματισμούς του, με τις
απολαυστικές του αυτο-προβολές, άπαντες. Το είδος της πλειονότητας: οι
προκλητές αναμνήσεις του ιδεώδους, η καταπληξία με αιτία και
πολλαπλασιασμό, συμπεριλαμβανόμενων των υπομνημάτων, των «συμπληρώσεων
υλικού» κάτωθεν της ανήκουστης θέσης του οργανικού ανθρώπου∙ γιατί
τίποτε δεν πρέπει να πέσει χάμω, θα παρασύρει το βλέμμα στο ζωντανό
πτώμα του κοινωνικού ανθρώπου, εντός του οποίου η συναισθηματική
ανάκλαση έχει αντικαταστήσει την πνευματική αμεσότητα.
Η περισυλλογή του κοινωνικού ανθρώπου είναι εκ φύσεως διευκολυμένη γιατί
τερματίζει στην αφήγηση ενός εμπυούμενου ιστορικού, όπου εντοπίζονται
το «καλό» ή το «κακό». Η ποίησή του είναι διευθετημένη από την αντοχή
της διακριτικότητάς του. Σ’ αυτή την ποίηση ζωντανεύουν συμβολικά όλα
όσα ανακτώνται ή προσιδιάζουν στην ανάγκη του, η οποία είναι και η
ανάγκη του άλλου. Στην ετέρα ποίηση, εκείνη του οργανικού ανθρώπου,
ακμάζουν οι κίνδυνοι και η απουσία πρώτου προσώπου, τα σύμβολα
καταργούνται, συναντάται μονάχα εκείνο που δημιουργείται.
Η ποίηση του κοινωνικού ανθρώπου συντηρεί το δράμα και, κατά κανόνα
μάλιστα, το μεγεθύνει – διότι το δράμα δεν είναι ποτέ ένα δράμα
ικανοποιητικό, οφείλει να διογκώνεται ώστε να παράσχει συγκατάνευση στο
διανοητικό του άλλοθι. Η ποίηση του οργανικού ανθρώπου είναι για πέταμα,
τόσο εκλεπτυσμένη, διυλισμένη, που δεν εκπροσωπεί τίποτα και κανέναν,
παρά την ασυγκράτητη, την ακατεύναστη κενότητα.
Είμαι πεπεισμένος πως η ποίηση μήτε κατανοείται μέσα στο πλαίσιο των
υπολοίπων τεχνών, μήτε λειτουργεί μέσα σε αυτό. Ενόσω εσύ μένεις
αξύριστος, ή ευαίσθητος, ή μελαγχολικός, ενόσω ωριμάζεις μέσα στην
κοινωνία με την οποία συνομιλείς και η οποία διεγείρει την υιοθέτηση της
απολύτως ξεκάθαρής σου περίπτωσης∙ ενόσω διασπώνται και ανασυνίστανται
οι στοχαστικές προοπτικές της προβληματισμένης σου φιγούρας, κάποιος
άλλος πριονίζει το πριονίδι.
Read more at: http://www.literature.gr/
Read more at: http://www.literature.gr/