Αρχική σελίδα Εργογραφία Βιογραφικό Υπό έκδοση Επικοινωνία En/Fr/It/Es

25/04/17

Γιάννης Λειβαδάς: Η βία του κοινωνικού πανικού στην ποίηση και το ζώπυρο της εξαΰλωσης (στο Literature.gr)

http://www.literature.gr/i-via-tou-kinonikou-panikou-stin-piisi-ke-zopyro-tis-exa%ce%b0losis-grafi-o-giannis-livadas/


















Με τούτο το σημείωμα δεν απευθύνομαι σε κανέναν. Καταγράφω εντούτοις ένα μέρος της ολοζώντανης προσχηματικής αρθρογραφίας η οποία επανέρχεται, πολύ συχνά, δίχως να διαθέτει την παραμικρή επισκοπική δυνατότητα,  επί της αισθητικής και ιστορικής παρουσίας της Τέχνης, των τεχνών γενικότερα. Είναι προφανώς, και αυτό, ένα από τα διακριτά χαρίσματα της βίας του κοινωνικού πανικού που αναπαράγει ένα αισθητικό άλλοθι, μία κάλυψη στα εκτεθειμένα νώτα, παρά διαθέτει κριτικό, ή αναθεωρητικό, πνεύμα. Στη δεύτερη περίπτωση, το κείμενο, το άρθρο, για την τέχνη, θα στρεφόταν από τις πρώτες κιόλας αράδες, στο ξεγύμνωμα των τοποθετήσεων εκείνου που θα το υπέγραφε. Αυτό, βεβαίως, θα αποτελούσε πράξη με λέξεις και όχι λέξεις που αδυνατούν εκ φύσεως να πράξουν, να ενεργήσουν.
Τα μπακαλόχαρτα που απονείμουν τα πανεπιστήμια, τα φροντιστήρια και τα φιλικά χτυπήματα στον ώμο την ώρα που ολοκληρώνονται οι συνάξεις των ωχριώντων (είτε αυτές λαμβάνουν χώρα σε καφενεία είτε σε διαδικτυακά καταφύγια), συγκλίνουν δραματικά σε ένα πράγμα: στην ατερμάτιστη παράνοια εκείνων που, λόγω κάποιας συναινετικής ομοβροντίας με το καθρεφτισμένο τους είδωλο,  αποφάσισαν πως καθορίζουν και εκτελούν τον πλέον αποφασιστικό ρόλο στην παγιοποίηση όλων εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν αυτό το ιδιαίτερα προσφιλές μνημείο αποσυντεθειμένων πληροφοριών. Αυτό το μνημείο το οποίο διογκώνεται με σκοπό να ρίξει τη σκιά του και στο τελευταίο γνωσιακό ψήγμα που εξακολουθεί ζωντανό.
Σημειώνω αυτές τις γραμμές λοιπόν, όχι τόσο για να εγκαλέσω, να υπογραμμίσω αυτό το γεγονός, για το ολοκληρωτικό φανέρωμα του οποίου χρειάζεται κανείς να παραθέσει κάθε λέξη και παράγραφο, κάθε δημιουργημένο έργο, τα οποία διευρύνουν το μέλλον και το παρελθόν της Τέχνης. Όπως ανέφερα πιο πίσω, δεν υφίσταται κριτική που να μην εξαϋλώνει τον εαυτό της. Μα, για να καταδείξω, δια της δημοσιεύσιμης αντιστροφής, πόσο ωφέλιμη, πόσο βδελυρή, είναι κάθε αφομοίωση που μετατρέπεται σε θεμέλιο, ώστε να αποκλειστεί εκείνη η πιθανότητα (η οποία είναι η Τέχνη, η ουσία της) να μετατραπεί, να προαχθεί, σε έναυσμα, σε ζώπυρο.
Τόσο οι περισσότερο όσο και οι λιγότερο επίσημοι,  αποκαταστημένοι, δικαιωμένοι, διαθέτουν, είναι πρόδηλο, τις απαιτούμενες ετυμηγοριακές δυνάμεις ώστε να παρακάμπτουν την οργανική φύση της Τέχνης και να φαντασιοκοπούν την εμφάνισή της μέσω της δικής τους αυτό-προβολής – κι εδώ εννοώ το προβολικό σημείο όπου ενταφιάζεται η προσωπικότητα και όχι τόσο το σκέρτσο, την παιδικότητα της ανάγκης για δημοφιλία ή δημοσιότητα. Είτε σπάζει τη φωνή του «εκείνος» για την τέχνη της ποίησης, είτε για το φάσμα της Τέχνης γενικότερα.
Υπάρχει πιο τέλεια και διαδεδομένη παραφροσύνη από εκείνη του σύγχρονου «ποιητή» ο οποίος διαπραγματεύεται, πάντοτε δημοσίως και πάντοτε συνταρακτικά θλιβερός, τις «πολιορκίες» του; Ήτοι, τη μόνιμη ανάκαμψή του από τις απαιτήσεις ενός αναγνωστικού κοινού το οποίο λειτουργεί ως διανυκτερεύον κατάστημα της ταραχής του;
Πριν αναδειχθούν, λοιπόν, εκείνες οι ιερές δυσκολίες που μοιράζουν υποχρεώσεις και αφαιρούν δικαιώματα, δηλαδή, οδηγούν στην τέχνη  της γραφής, ουδείς στέκεται ικανός να την επικαλείται, εφόσον αδυνατεί, ή καλύτερα, αρνείται πεισματικά, να αναγνωρίσει πως κάθε κίνητρο είναι πρωτίστως μια απελπισία που ενστερνίζεται κανείς για να αναθεωρήσει το ακατανόητο.
Η προσπάθεια, ειδικότερα η κοπιώδης προσπάθεια, διερεύνησης της τέχνης, της ποίησης, δηλαδή το αντίθετο της ποίησης, λειτουργεί υποχρεωτικώς σε μία κατάσταση «υψηλού καθήκοντος» στην οποία είναι καταδικασμένη να λογοδοτεί, όσο και, δημοσίως, να συμπεριφέρεται σαν να είναι απ’ αυτήν ικανοποιημένη.
Στάχτη και μπούρμπερη. Κάθε προστατευμένη υπογραφή, κρύβει μέσα της μία ακόμη πιο προστατευμένη διέγερση, η οποία είναι κατά βάθος επιθετική, δηλαδή ψεύτικη, φέρει όλα τα κληρονομικά  σημάδια μιας προ πολλού διαμορφωμένης, ανακουφιστικής, συγκατάνευσης.
Μιλώ για ένα πράγμα το οποίο χθες αφορούσε μια χούφτα ανθρώπους και αύριο θα αφορά ακόμη λιγότερους. Οι υπόλοιποι, είτε θα έρθουν είτε δεν θα έρθουν να διαφωνήσουν, είναι αδιάφορο. Ευκοιλιότητα του στόματος, δυσκοιλιότητα του μυαλού. Ζηλευτή ισορροπία. Η λογοτεχνία έχει αναβαθμιστεί σε ταπετσαρία. Στην πιο τρυφερή εξώνηση. Όταν φτάσει στις απολήξεις της η ανθρωπότητα, θα έχει απομείνει μόνο μια κοινωνική ομάδα, εσείς, οι ποιητές σας.
Εντωμεταξύ, με την πάροδο ημερών και αυτό το σημείωμα θα έχει την ίδια τύχη με τα προηγούμενα: κάμποσα περιεχόμενά του θα εμφανιστούν, ως απόρροια κάποιας ποιητικής έμπνευσης, στο κείμενο κάποιου άλλου, ανάμεσα σε αυτούς που ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως.
Η ποίηση, σε σχέση με τον εαυτό της, έχει τελειώσει. Υπάρχει, σε σχέση με σχολαστικούς και αναγνώστες. Αυτό ακριβώς χρειαζόταν η κοινωνία, και το κατάφερε. Πέρασε στο ανώτερο στάδιο του υπαρκτικού νοικοκυριού: διαδραματίζονται τα πεντόβολα με τα θεσμικά και τα θεσμοποιούμενα. Η αισθητότητα της αναισθησίας, η αναισθησία της αισθητικής.   
Σποράδην συναντώ κάτι πιο διαυγές από τη μίμηση, την ανοησία. Ιδού η σκιά του αποδέκτη αυτού του κειμένου. Η καταληπτότητα, η έβδομη αίσθηση της παράνοιας.


Παρίσι 20 Απριλίου 2017

Αρχειοθήκη ιστολογίου