http://www.literature.gr/i-aftotelia-ke-i-chitefsi-tou-metamonternismou-3o-meros-grafi-o-giannis-livadas/
3. Εγκυροποίηση
και διαχείριση
Εκείνο λοιπόν, που προβάλλεται ως αμετάβλητο, δεν σημαίνει πως δεν μπορεί
να μεταβληθεί, ούτε βεβαίως πως είναι άφθαρτο. Ότι είναι βαρύνον στον ημερήσιο
κύκλο δεν είναι πάντοτε βαρύνον εντός άλλου κύκλου και, ότι είναι κατορθωτό
στον μηδενικό κύκλο του ποιητικού κενού, συχνά εκτίθεται τεχνηέντως ως
προσκείμενο στον ημερήσιο κύκλο.
Το The Story Of A Novel, το Visions Of Cody, το Recognitions, για να αναφέρω μερικά έργα και σαφώς όχι τα μόνα που
ταιριάζουν στην ξεδίπλωση αυτού του ειρμού, είναι, πέρα απ’ αυτό που είναι,
μοντέρνα και μεταμοντέρνα, ελαστικά και πρωτότυπα, αποτελούν μία δυσθεώρητη
κλίμακα προοπτικής το καθένα, διαθέτοντας τόσες χρονικές ταυτότητες όσες δεν
επικαλούνται και δεν περιγράφουν με οιονδήποτε τρόπο στις σελίδες τους. Οι
παραπάνω συγγραφείς (Thomas Wolfe, Jack Kerouac, William Gaddis), συγγραφείς μελλοντικοί, δεν φρόντισαν να
δημιουργήσουν ένα έργο ταυτόχρονης, ή έστω παράλληλης, ανάδυσης περιεχομένου,
στον άκμονα όπου συντρίβεται η λογοτεχνική εκπλήρωση. Προήλθαν από μία τέτοια
γενεσιουργό συντριβή και αυτή τους έδωσε τη δυνατότητα τέτοιας απαράβλητης
δημιουργικής επίδοσης. Ήταν, δηλαδή, και οι τρεις τους απολύτως οργανικοί2.
Κατά πόσο έχει
να κάνει, λοιπόν, η λογοτεχνία με τον άνθρωπο και κατά πόσο με το κείμενο. Σε
αυτό το σημείο δεν μπορούν να γίνουν αναμείξεις, συνδυασμοί. Εδώ ιδρύεται η τέχνη του λόγου. Η προσέλκυση των
κινδύνων και των αφαιρέσεων. Τα συμπερασματικά άλματα των προεικασμένων
λογοτεχνικών πιθανοτήτων αποτελούν τη βασική τροφή των ευρέως αποδεκτών
φαντασιών και πεποιθήσεων. Δεν έχουν θέση εδώ. Η κουλτούρα της κοινωνικής
διαχείρισης, ο νόμος των εκπαιδευτικών, των κριτικών, των ονομαζόμενων σταθερών
σημείων: μια εξουσία, ένα ασύδοτο κέλευσμα το οποίο συνθέτει και διαμοιράζει
αριστοτεχνικά τις όψεις, τις τάσεις και τα συναγόμενα κάθε λογοτεχνικής
ταυτότητας.
Η ανασφάλεια του «κρατήματος», δηλαδή της επώδυνης ανάλυσης της
δημιουργικής κατάστασης, καθώς και του δημιουργημένου έργου, το οποίο
προσφέρεται ως πλήγμα και ερώτημα, δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο από την
ίδια τη λογοτεχνία∙ ήτοι, μια βασανιστική ρευστότητα απόκλισης από τους
ορισμούς, τις σημασίες και τα αξιολογικά επίπεδα του πληθυντικού αριθμού.
Ο χρόνος είναι ανελέητος και συνάμα ελεήμων∙ όσο η απιθανότητα προσέγγισης
της λογοτεχνίας συνεχίζει να αποτελεί ένα εξοντωτικό δίκαιο προς τον δημιουργό,
τόσο η λογοτεχνική επινόηση θα εγκαθιδρύει κάποιο νεοσύστατο όριο αμφιβολίας το
οποίο θα χλευάζει οτιδήποτε προέρχεται από το δίκαιο αυτό.
Η λογοτεχνία, αυτό το αχαρακτήριστο κέφι, κατακτάται από τη στιγμή που
κάποιος θα παραχωρήσει ολικά σ’ αυτήν τη ζωή του, τις αισθήσεις του, το κορμί
του – τον χρόνο του. Τότε, το αποσταγμένο έργο ανακαινίζει όλο και βαθύτερα,
όλο και πιο αφανιστικά την αναπότρεπτη διαμορφωσιμότητα του κόσμου, η οποία
όντας πτυχή του ποιητικού,
παρασύρεται από το εξωφρενικό της αίνιγμα.
Εντούτοις είναι αξιοπερίεργο το πόσο αναζητείται κάτι που να συμβαίνει
«μετα-» από κάτι άλλο, (μετα-μοντερνισμός, μετα-τέχνη, μετα-λογοτεχνία,
μετα-δομή, μετα-κείμενο κτλ) ώστε να δείξει ή να υποδείξει κάποιαν ουσιαστική
προώθηση, κάποιο ξεπέρασμα, κατατροπώνοντας, δήθεν, τις όποιες σχέσεις διαταραχής
με το έργο που έχει προηγουμένως καταστήσει αποκεκαλυμμένη την αδυναμία οργανικής σύνθεσης. Δίχως ετούτο να
σημαίνει, να υπονοεί, πως δεν υφίστανται οργανικά μεταμοντέρνα έργα.
Η περίοδος του μοντερνισμού καθορίστηκε, επίσης, από πολιτικοκοινωνικές συναρτήσεις οι οποίες ήταν
άσχετες με τη λογοτεχνία. Το πιο ζωηρό παράδειγμα, η περίπτωση του Έλιοτ, ο
οποίος μολονότι εφάρμοσε όσα λαχταρούσαν διακαώς να εφαρμόσουν οι ελάσσονες ποιητές
και όσα απέφυγαν ή αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τοιουτοτρόπως οι μείζονες ποιητές (Aleksei
Kruchenykh, Velimir Khlebnikov, Blaise Cendrars, Guillaume Apollinaire, Léon-Paul Fargue, Francis Picabia, Ezra Pound, William Carlos Williams, e. e. cummings, κ. α.), αναδείχθηκε ως περίβλεπτος μοντερνιστής3.
Ο Έλιοτ ήταν ένας καλός και συμπαθής ποιητής, ο οποίος διαδραμάτισε ρόλο
εποικοδομητικό, ήταν όμως πολύ λιγότερο σημαντικός απ’ όσο τον παρουσίασε η
κριτική, απολύτως κατάλληλος να επωμιστεί την παρόξυνση του νέο-συντηρητικού,
ανανεωμένου μέσω μοντερνισμού, αισθητικού μετώπου∙ το οποίο θα αποσπούσε την
προσοχή από τους αληθινούς νεωτερισμούς, χρησιμοποιώντας την απήχηση που
δημιουργούσε η στημένη εγκυροποίηση φαινομενικών διακρίσεων. Σε επίπεδο
ποιητικού λόγου, δηλαδή, γλωσσικών και φιλοσοφικών δανείων, ήτοι
διαπολιτισμικών θωπειών, οι οποίες συνέστησαν τον μηχανισμό υποβάθμισης του
αληθινού μοντερνισμού4. Διότι, δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό το
γεγονός πως η ανακαίνιση της λογοτεχνίας
συνέβαινε πολύ, μα πολύ μακριά, από το ακαδημαϊκό, ή έστω το αισθητικά μετριοπαθές,
πεδίο. Ανάλογα παραδείγματα υφίστανται στις μέρες μας.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, τόσο στην ποίηση όσο και στη ζωγραφική, οι
έλξεις που σηματοδότησαν ορισμένες σημαντικές κλίσεις οι οποίες, διόλου τυχαία,
αξιολογήθηκαν ως κορυφαίες, ήταν, η παρακαταθήκη της Ασίας, στην ποίηση, και η
παρακαταθήκη της Αφρικής, στη ζωγραφική. Αμφότερες συνετέλεσαν ουσιαστικά στην
επιτέλεση έργων τα οποία είναι αξιομνημόνευτα μα, στην πραγματικότητα, δεν
απήρτισαν τη δέσμη των κορυφαίων. Δεν δημιούργησαν αυτά την Παράδοση5.
Η λογοτεχνική σχετικότητα δεν ξεπεράστηκε ποτέ με τη διαχείριση της
πολιτισμικής και της αναγνωστικής ικανοποίησης, συνεπώς ούτε σήμερα
ξεπερνιέται. Χρειάζεται κάθε αρχή να γίνεται τέλος και κάθε τέλος να γίνεται
αρχή. Νέα αρχή είναι εκείνη που δεν καταλήγει σε προηγούμενο τέλος, αλλά το
τέλος της εντοπίζεται σε άλλο σημείο, καθώς ούτε σε προηγούμενη αρχή, μα σε
άλλη.
Η επικράτεια της ανακρίβειας συνυπάρχει με τις προοπτικές της
προσωρινότητας, κι αυτές με τη σειρά τους αντιπαρατίθενται με τις αναλαμπές
όσων διακυβεύονται στις μακροκλίμακες, οι οποίες αποκτούν στο διηνεκές νέες
ιδιότητες.
Παρίσι, Νοέμβριος 2016
1, 2, 3, 4, 5 Σημ. τ. σ. : βλέπε τις τεκμηριώσεις στον τόμο Ανάπτυγμα, δοκίμια και σημειώματα ποίησης (Κουκούτσι 2015).