Αρχική σελίδα Εργογραφία Βιογραφικό Υπό έκδοση Επικοινωνία En/Fr/It/Es

04/05/16

Γιάννης Λειβαδάς: Πρόσκρουση στον κάματο της ποιητικής αργίας [Book Press, 19/03/2016]

http://www.bookpress.gr/stiles/eponimos/proskroussi-ston-kamato-tis-poiitikis-argias












Η ποίηση, εντοπίζεται σε κάτι που υφίσταται οριακά ανάμεσα στο υπάρχον και το μη υπάρχον, στο περιεχόμενο. Το οποίο, όπως έχω προ καιρού σημειώσει, είναι τρόπος1.
Πραγμάτωση της ποίησης σημαίνει περιεχομενική εποπτεία. Ποίηση δημιουργημένη, όχι απλώς γραμμένη. Αυτό το επιβεβαιώνουν με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο, οι πολέμιοι αυτής της αλήθειας –από είκοσι έως ογδόντα ετών– οι οποίοι εξακολουθούν να είναι πιο βέβαιοι από κάθε άλλον για το τι ακριβώς είναι οι ίδιοι και το τι ακριβώς πράττουν.    
Η ποίηση, όντας αυτή που γίνεται, και ταυτοχρόνως μη όντας αυτή που είναι, αποτελεί πλήρες αστόχημα με μηδενικές απολαβές: τεκμαίρεται από ένα σύμπαν αγνώστων διαστάσεων και προοπτικών το οποίο, εντούτοις, εκφράζεται από λέξεις που αδυνατούν να την εκπροσωπήσουν. 
*
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως η ζωή είναι λιγότερο αρνητική προς την ανθρώπινη μονάδα απ’ όσο η ανθρώπινη μονάδα προς τη ζωή. Η μονάδα επιζητά μια συνέχεια, την οποία η ζωή δεν προσφέρει. Μόνο και μόνο γιατί αυτή η άοκνη απαίτηση δεν έχει δημιουργηθεί. Πρόκειται για ένα προκλητό σύμβολο, το οποίο όμως δεν ανήκει στον κόσμο των συμβόλων, αλλά στις ενδείξεις κάποιων ελαχίστων ειλικρινειών.
Δεν είναι τόσο κακό, όσο πιστεύουν ορισμένοι, να γνωρίζει κανείς το κατεστραμμένο κομμάτι της ποίησης, το περισσευούμενο – είναι σημάδι αρμοδιότητας, κάποιος είναι, τότε, λειτουργός της δημιουργίας της, και όχι συντηρητής της επιβίωσής της.
Δεν κάνω λόγο για μια λατρεία προς το εμφανώς κατεστραμμένο, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση, θα εννοούσα την αδυνατότητα προσέγγισης της καταστροφής, του κατεστραμμένου, ως έχει, στη φυσική του ομορφιά, στη φυσική του κενότητα. Μα δεν συμβαίνει κάτι γραμμικό, όπως τα ποιητικά επεισόδια – εκείνα που προξενούν σε κάποιους μία πολιορκητική ψευδαίσθηση ανάληψης και εκτέλεσης έργου. Σε αντίθετη περίπτωση, τα έργα είναι οι ίδιοι οι ποιητές.
Αυτό που ευρύτερα χαρακτηρίζεται ως ποιητικός λόγος, είναι ένας εκφραστικός προγραμματισμός, ο οποίος κάνει το φαινομενικό να μοιάζει πραγματικό και το ανούσιο ουσιώδες. Οι άνθρωποι ιδρύουν μεταξύ τους ορισμένες συμφωνίες οι οποίες διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας αντεστραμμένης καραντίνας. Μοιράζονται, συν-λειτουργούν μια θεραπεύσιμη, ήτοι φαύλη, ασθένεια, την ανα-μετάδοσή της, την από κοινού εμπειρία της, νιώθοντας απερίγραπτη αποστροφή προς οποιαδήποτε άλλη, ανίατη ασθένεια, και κυρίως, προς κάθε, ανερμήνευτο, αποπερατωμένο θάνατο. 
*
Ατελείωτες οι περιγραφές του τρόπου με τον οποίο δυσανασχετεί κανείς μέσα στον χρόνο του. Μαινόμενη η πικρία, ως επί το πλείστον, λόγω εκείνης της απιθανότητας σκοτωμού σε κάθε εικονική αυτοκτονία. Στο τέλος, οι εντεύθεν και εκείθεν επιλεγμένοι παραλήπτες ή ακροατές που συμμετέχουν στο ίδιο όνειρο, συντηρούν διακαώς εκείνο το ποθητό διακαές. Αυτό είναι το κοινωνικό σημείο, το οποίο παρότι δεν αφορά την ποίηση, δέχεται τόση προσοχή όση δεν μπορεί να αντέξει: ακαταμέτρητα κουτάλια λυγίζονται μέσω «ποιητικής» ψυχοκίνησης μα, μέσω αυτής, δεν δημιουργείται κανένα.
Αυτός που έχει καταπείσει τον εαυτό του, υστερεί, όμοια με εκείνον που δεν τον έχει καταπείσει. Μα, για ποιους ακριβώς λόγους; Αυτή η (αυτο)κριτική επανάπαυση, –κατ’ άλλους γελοιοποίηση– κάνει να μετατρέψει έναν απλό περίπατο σε έξοδο προς το ποιητικό άγνωστο, πλαισιώνοντας τα βήματα μ’ ένα ηρωικό εμβατήριο. Κάθε προσπάθεια να διασωθεί κάποιο από τα λατρεμένα συντρίμμια, μεταβάλλεται σε επίδειξη ύβρεως της ποιητικής τέχνης: εμβάθυνση στην ελαφρότητα, ήτοι στην εκτελεστική επιρροή των πεποιθήσεων, στο κήρυγμα του τέλους που δεν είναι άλλο από ένα ενοχικό πρόστιμο.
Δικαίωμα στο ποιείν δίχως την υποχρέωση, δηλαδή δίχως ποίηση. Εφόσον η ποίηση, είτε αυτό αρέσει σε κάποιους είτε όχι, εκκινεί από μία βαθιά υποχρέωση, δεδομένη, η οποία προδιαγράφει το εσωτερικό, ήτοι το περιεχόμενο του δικαιώματος, το οποίο δεν έχει απολύτως καμία αξία, δίχως την προϋπόθεση αυτής της υποχρέωσης. Κάπως έτσι λειτουργεί. Ή πάλι, κατά τον ίδιο τρόπο, δεν είναι μια ποίηση που ενδιαφέρει και τόσο.
Το δικαίωμα, δεν αποτελεί τίποτε άλλο από  πρισματικές διαστάσεις κάποιας προσωπολατρίας η οποία προσαρτά στο δυναμικό της οτιδήποτε «δημιουργικό» ώστε να μην φαλιρίσει μέσα στον διογκούμενο εκφαυλισμό της. Γνωσιακή και αισθητική παρειδωλία.
*
Το κοινό αναζητά, τόσο να γράψει όσο και να διαβάσει, τον αντίλαλο της δικής του φωνής. Να αποκτήσει εκ νέου την ίδια φωνή. Μια στο τόσο, επίσης, ενδύει τον οίστρο της απολογίας του, ―που είναι πιο ακόρεστος από την ίδια― με όλες τις διαφορετικές, ενδεχόμενες φωνές, με στόχο την αλλοίωση των υπολοίπων φωνών, την ανάμειξή τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να ενιαιοποιηθούν. Αποσκοπώντας, προφανώς, στην παύση κάθε απόπειρας σύνθεσης – ένεκα που η σύνθεση επιτυγχάνεται με στοιχεία διαφορετικά και όχι με στοιχεία απαράλλακτα, ενιαιοποιημένα.
Η ποίηση, λοιπόν, δεν είναι ηχώ, δεν είναι ένας αντίλαλος της φωνής ενός κοινού. Η ποίηση εξαλείφει κάθε αντίλαλο, εκμηδενίζει εκ φύσεως τον εαυτό της. Υφίσταται, ευρύτερα, μία νοσηρή εξύμνηση της «φωνής», η οποία είναι βαθιά υποταγμένη στον εαυτό της, και υπόσχεται διάρκεια στις τέρψεις του δογματισμού της. Αυτό αποβαίνει μοιραία σε ευφημισμό. Η φωνή όμως δεν είναι ποίηση καθώς και η ποίηση δεν είναι δικαίωμα, μήτε απαίτηση, υπό την έννοια κάποιου, στοιχειώδους ή όχι, δικαίου. Η ποίηση είναι χάωση. Κενό2.
Προς τι λοιπόν, να απελευθερώνεται το ελεύθερο και να αποσαφηνίζεται το σαφές; Αποκαλύπτεται η σχέση της γραφής με τη λογική των social media: δεν πρόκειται για νέον, διευρυμένο ορίζοντα, αλλά για ένα σύστημα μέσα στο οποίο εντοπίζει ο καθένας την ηχώ της δικής του φωνής. Διαφέρει παρασάγγας από την ποιητική τέχνη, η οποία φροντίζει για την εκπαρθένευση κάθε δεδομένης τεκμηρίωσης, η οποία αντίκειται σε κάθε σύστημα. Ο εικοστός αιώνας και οι απαρχές του εικοστού πρώτου, αποκάλυψαν πόσο καταδικασμένη μπορεί είναι η ποίηση και η κριτική, οι οποίες εξαναγκάζονται μία συγκεκριμένη επανάληψη παραδόξου, στη βάση της επανάληψης κάθε προηγούμενης μη-επαναληπτικότητας. Οι κατακόμβες ενός προοδευτισμού3.  
Οι εκατοντάδες ποιητικοί «επαναπροσδιορισμοί» δεν είναι αναγκαίοι· εφόσον η ποίηση ευδοκιμεί στην αδιάκοπη κλιμάκωση της απροσδιοριστίας της. Η ποίηση γεννιέται από μια ηγηθείσα επανιεράρχιση· η αντικειμενική κλίμακα είναι ατομική ακριβώς όπως η υποκειμενική ερμηνεία είναι δημόσια: οι πνευματικοί αριθμοί, η ετερότητα εντός του απολύτου τίποτα. Εκείνη η ήττα που τελευταία βαραίνει τόσο τις ποιητικές διαφημίσεις, δεν είναι εκείνο που διαφημίζεται πως εισπράττει, βιώνει, ο διαφημιζόμενος ποιητής, αντιθέτως, πρόκειται για το γίγνεσθαι της ίδιας της ποίησης4.
*
Η ποίηση ασφαλώς δεν παύει, μα χρόνο με τον χρόνο μετατρέπεται σε απόλαυση όλο και λιγότερων ανθρώπων. Σε κάμποσες δεκαετίες από σήμερα, θα γίνεται λόγος για τον ελιτισμό όσων μέσω της ποίησης θα οδηγούνται στην αθέτηση, στη θαυμάσια παρασπονδία των αποκλίσεων που αποκαλύπτουν την εμετική ευφράδεια των επιφυλάξεων.  
Κάθε φορά που γίνονται εκτιμήσεις, όπως η παρούσα, αποτυπώνεται και μία, κάπως δεδομένη, χρονική περίοδος, κατά την οποία οι ποιητές  εξελίσσουν το στίγμα τους, τη γραφή τους. Εκ των πραγμάτων όμως, η όποια περίοδος δεν μπορεί να παράσχει εγγυήσεις. Όσο η  εμπειρία είναι φειδωλή, άλλο τόσο η τριβή της όποιας, εσωτερικής ή εξωτερικής, επιρροής, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Κρίνει κανείς με βάση το υπάρχον και όχι με βάση το δυνητικό. Το μελάνι δεν στέγνωσε ακόμη, όπως συνηθίζουμε να λέμε σε αυτές τις περιπτώσεις. Ωστόσο, μία καταγραφή του ποιητικού σκηνικού δεν μπορεί με βεβαιότητα να υπάρξει, εφόσον οι ειδικές συνθήκες, (η εκδοτική υπερπαραγωγή ποιητικών συλλογών και η κριτική μεροληψία) επιδρούν με τέτοιο τρόπο ώστε ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής να παραμένει, άγνωστο ή αναξιοποίητο. Και επ’ αυτού δεν είναι διόλου σίγουρο πως θα μεριμνήσει αξιολογικά το πέρασμα κάποιου επιβοηθητικού χρόνου.
*
Παρά τη δεδηλωμένη επιρρέπεια προς το διερευνητικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τις νέες ποιητικές συλλογικότητες, τα νεοσύστατα φεστιβάλ και τα περιοδικά μικρότερης κυκλοφορίας, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ποίησης, διέπεται από μία, συμφυή θα έλεγε κανείς, ιδεολογικοποίηση, συμπεριλαμβανόμενης και της ηθικής ιδεολογικοποίησης. Μία ιδεολογικοποίηση υπό την έννοια της ταυτολογίας με την μοντέρνα κοινή λογική, η οποία προσπαθεί να αντικαταστήσει την ποιητική διαφορά με ένα, διαρκές, εννοιολογικού ή πολιτισμικού τύπου, σύμφωνο.
Τα επιστεγάσματα της ποίησης των τριών  δεκαετιών 1960-1990, σε επίπεδο ερμηνευτικής· η οποία λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά ως συναισθηματική υποβολή, καθιστούν πολλούς από τους νέους παλαιότερους. Και αυτό διότι διαθέτουν περιστασιακή αισθητική, δηλαδή, μίαν αισθητική η οποία κατά κύριο λόγο εξάγεται από εκδηλώσεις οι οποίες επανέρχονται από το κοντινό ή το μακρινό παρελθόν, με μορφή ποιητικών σχημάτων, ανεξαρτήτως ύφους. Ακριβώς γι’ αυτό η ηθική διάσταση, το «ανθρώπινο» του ποιήματος είτε τίθεται επιτακτικά ως τεράστιο πλακάτ μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, είτε τοποθετείται με επιμελώς ατημέλητο τρόπο σε κάποιο σημείο του ποιήματος.
Στα έργα των νεότερων ποιητών, αποκορυφώθηκε η απουσία της σύνθεσης, η οποία, ως θεμελιώδες στοιχείο της ποιητικής, ης ίδιας της ποίησης, έχει αποκλειστεί, εν ονόματι της επικοινωνιακής επιτυχίας που προσφέρει η αφήγηση μυθοποιημένων ή μυθοποιητικών περιστάσεων. Αυτό εξάλλου είναι το πιο ιδιαίτερο, το πιο τυπικό γνώρισμα της νεότερης ποίησης ανά την υφήλιο5.
Για τις νεότερες γενιές, η ποιητική τέχνη είναι μία σημαντική μορφή έκφρασης της υπάρχουσας κοινότητας· η αποτύπωση της φινέτσας των αντικειμενικών της δεδομένων, των συνομολογημένων αναμορφώσεων και δοκιμών, των οποίων η βιωσιμότητα κρίνεται διαρκώς από την αναμέτρησή τους με κάτι ισχυρότερο, το οποίο όμως θεωρείται εξωποιητικό. Αυτό το φαινόμενο διαιρεί ακατάπαυστα τον προβληματισμό της. Αυτό είναι, τουλάχιστον κατά τη δική μου εκτίμηση, εκείνο το οποίο μέσω των ποιημάτων τους αθροίζεται, ώσπου (θα ήταν ευχής έργο) να πάψει κάποια στιγμή ως παροξυμμένη επιθυμία και να μεταμορφωθεί από αίτιο σε λειτουργία.
Παγκοσμίως, οι νεότεροι ποιητές βρίσκονται μέσα σε έναν κληροδοτικό υπερπληθωρισμό, ο οποίος εντέλει λειτουργεί ως καταθλιπτικό διάκενο, όπου οι επιδράσεις τείνουν να αντικαταστήσουν ολοκληρωτικά την ποιητική βούληση. Πιθανό δε, σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, να την έχουν ήδη αντικαταστήσει.
*
Όλοι θεωρούν πως η ποίηση του τόπου τους είναι πραγματικά ζωντανή και πλούσια, αυτό όμως αναφορικά με τι; Με την ιεραρχική συνάφεια της τοπικής γλώσσας ή με τις φιλολογικές/κριτικές συμβάσεις οι οποίες, αμφότερες, μορφοποιούν κατά το δοκούν τη σημειωτική και την υφολογία; Αυτό πρέπει κάποια ορισμένη στιγμή να εξεταστεί διεξοδικά και να ανατραπεί, ώστε να καταφέρει να εξαντληθεί δημιουργικά η ποιητική σχετικότητα που επιφέρει η ντόπια γλώσσα, συνάμα με την ηγεμονική κριτική, οι οποίες συνεπικουρούν στην απονεύρωση της ποίησης, υπό την έννοια πως την περιορίζουν σε ένα μόνιμο προκριματικό στάδιο, εκ του οποίου εμποδίζεται η προοπτική της, η σύνδεση με την ελευθερία της.
Ένας από τους καίριους πόλους άμβλυνσης της δημιουργικότητας,  είναι επίσης τα, πολύ διαδεδομένα, σεμινάρια «δημιουργικής γραφής», τα οποία εμφανίστηκαν για να διδάξουν ακριβώς αυτό που δεν διδάσκεται: τη διανοητική και σωματική εμπειρία που αποτελούν τον διττό γεννήτορα της ποίησης. Πέραν τούτων, η συμπίεση που ασκεί η κοινωνία, αμβλύνει επίσης τα πνευματικά αντανακλαστικά και έναντι αυτών χορηγεί ερεθίσματα από δεύτερο χέρι. Η κοινωνία εμπλέκει τον εκκολαπτόμενο ποιητή στην προπαρασκευασμένη της θεώρηση, κυρίως δε, όταν τον παγιδεύει σε κάποια από τις «ανατρεπτικές» της αφέλειες.
Η ακαδημία παραμένει απασχολημένη με τον καλλωπισμό του λειψάνου της, ενώ η λεγόμενη ποίηση του «πεζοδρομίου» είναι κατειλημμένη από τους ακόλουθους της μόδας του πεζοδρομίου, οι οποίοι τροφοδοτούν φαινόμενα όπως το «slam poetry»,  δηλαδή την από μικροφώνου ανταλλαγή μιας αλαζονικής ανοησίας που απέχει από την ποίηση όσο το δέντρο από το μολύβι. Ακαδημαϊκοί και πεζοδρομιακοί, αποτελούν καλά λαδωμένα γρανάζια του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος. Αμφότεροι, εξάλλου, προβαίνουν σε χαρακτηριστικές κειμενικές κακοποιήσεις, καθώς και στις πιο έντονες, δηλωτικές, διαστροφές των τεκμηρίων της λογοτεχνίας.
*
Εκείνο που μπορεί να εξετάσει κανείς είναι αυτή η διάχυτη αιμωδία, είναι να δει τι απομένει και σε ποιο βαθμό αυτό αφομοιώνεται ή αφομοιώνει. Αποφυγή του συναισθήματος, το οποίο έχει αντικατασταθεί από τον συναισθηματισμό, και αποφυγή διανοητικού διαφορισμού, ο οποίος έχει αντικατασταθεί από την  παλιλλογία.  
Οι καλές προθέσεις, ή έστω οι όχι κακές προθέσεις, κατέληξαν και αυτές να γίνουν για πολύν κόσμο, δυσεύρετες, ίσως και πολύτιμες. Αυτό είναι αληθές, κατανοητό και παραδεκτό. Η ποίηση όμως δεν δημιουργείται από προθέσεις, ούτε προσκομίζεται στην κοινωνική έδρα ως  σκοπούμενο.
Όσοι τρέφουν ενδιαφέρον, προς αυτή την ακατανίκητη τέχνη, οφείλουν να παλέψουν με την επιβαλλόμενη νεκρή γλώσσα, η οποία προσποιείται πως κατευθύνει προς την αλήθεια μέσω της πραγματικότητας, αλλά, στην πραγματικότητα αποτελεί εμπόδιο για την αλήθεια. Οφείλουν να αντιπαρατεθούν στην υποτιθέμενη ποιητική πρωτοπορία, η οποία κερδίζει πλέον τόσο εύκολα την αποδοχή, νομιμοποιείται σε τέτοιο βαθμό και έκταση, που παύει να είναι πρωτοπορία. Τους περιμένει το κυλιόμενο πέρασμα από το υπερυψωμένο στο επιφανειακό και από το επιφανειακό ξανά στο υπερυψωμένο. Έως ότου εξαντληθούν οι ανταμοιβές και οι κυρώσεις.



Παρίσι, 2 Μαρτίου 2016

__________________________________
1, 2, 3, 4, 5 «Ανάπτυγμα» [Δοκίμια και σημειώματα ποίησης], Κουκούτσι 2015


Αρχειοθήκη ιστολογίου