Εκείνη η περίφημη κριτική που
έγραψε ο Ουόλτ Ουίτμαν για τα Φύλλα Χλόης, σε ένα τεύχος της Επιθεώρησης Των
Ηνωμένων Πολιτειών, παριστάνοντας τον βιβλιοκριτικό ο οποίος αποθέωσε τον τόμο
των ποιημάτων του, αποτελείτο από λίγες παραπάνω από τρεις χιλιάδες λέξεις.
Σε αυτή την πλαστή κριτική, ο
Ουίτμαν σημείωσε πολλά και διάφορα που αφορούσαν τα ποιήματα και τον ποιητή,
και όλα τους όσο στημένα και προμελετημένα κι αν ήταν, αποδείχθηκαν, διαχρονικά
και εύστοχα. Εν ολίγοις, και αυτό είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτο, ο Ουίτμαν
έκανε μία συνοπτική ανάλυση στον εαυτό του και στην ποίησή του η οποία δεν
απόκλινε ιδιαίτερα από τις αναλύσεις και τις παρουσιάσεις που δέχθηκε πολύ αργότερα
από τον θάνατό του και δεν αποκλίνει ιδιαίτερα ούτε από τις σημερινές
παρουσιάσεις και νύξεις που καταγράφονται με αφορμή τη ζωή και το έργο του.
Από τις τρεις χιλιάδες εκείνες
λέξεις, απομόνωσα, κάποια στιγμή, την εποχή που ασχολήθηκα με το έργο του, τα
εξής: «κάθε φράση αναγγέλλει καινούργιους
νόμους» και «[η λογοτεχνία] δεν έχει
γίνει αφόρητα προσποιητή;». Τα λόγια αυτά σημειώθηκαν και δημοσιεύθηκαν τον
Σεπτέμβριο του 1855.
Ο καλπουζάνος Ουίτμαν λοιπόν,
δεν ήταν λιγότερο ειλικρινής από τον ποιητή Ουίτμαν, μολονότι δεν στάθηκε τόσο
ψηλά όσο ο ποιητής, αλλά χαμηλότερα.
Ποιοι μπορεί να ήταν όμως, οι
«καινούργιοι νόμοι», τι σήμαιναν αυτά τα λόγια για τον Ουίτμαν και την ποίηση;
Και στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, σε ποια «αφόρητη προσποίηση» αναφερόταν;
Τι έχει συμβεί και τι έχει αποτιμηθεί έως σήμερα από την εποχή που οι δύο αυτές
φράσεις γράφθηκαν; Πολλά, μα ίσως και λίγα. Έχουν συμβεί πάρα πολλά, μα ίσως
και ελάχιστα.
Η κάλπικη ποίηση είναι εξίσου
ανθεκτική με την αληθινή. Η φενάκη και η εκζήτηση δεν είναι λιγότερο ανθεκτικές
από την πρωτοτυπία και την ειλικρίνεια. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι οι άνθρωποι,
και οι άνθρωποι δεν είναι ο άνθρωπος. Γιατί οι άνθρωποι είναι αυτό που είναι,
αλλά ο άνθρωπος είναι αυτό που γίνεται.
Αυτή η συζήτηση, ή έστω,
διερώτηση, δεν έχει νόημα. Ή αν όντως έχει, τότε δεν χρειάζεται να γίνει.
Στις θρησκείες, οι οποίες είναι
περισσότερες απ’ όσες λέγεται πως είναι, η αξία ενός κειμένου κατά βάση
αποδεικνύεται από την αγιότητα του συντάκτη του, κατά τον ίδιο τρόπο, εκείνο το
γραπτό πράγμα που προσδιορίζει την αποτελεσματικότητα μίας υποδομής η οποία δεν
διαθέτει ανωδομή, ονομάζεται πλαστογραφικά «ποίηση», για να αποκρύψει τη φύση
του δικού του συντάκτη.
Η αποδέσμευση από την τυπικότητα
είναι μία μορφή θανάτου, η οποία αντιμετωπίζεται ως βέβηλη πράξη από τους
εγγυητές της τυπικότητας∙ οι οποίοι, όντας οι απόλυτοι ανιεροφανείς, προτιμούν έναν θάνατο, ο οποίος εντοπίζεται στη φαντασία τους, παρά την αποδέσμευση η
οποία ολοσχερώς στην ποίηση
εντοπίζεται.