Η αναπνοή, η ανάσα είναι εξαρχής εκεί που ο λόγος δεν είναι, γι’ αυτό ακριβώς η έννοια της δημιουργίας ποίησης είναι σαρωτική. Όταν λοιπόν διατεινόμαστε πως αναβαθμίζουμε τον λόγο επαναφέροντάς τον αξιακά στην ανάσα, όχι μόνο τον υποβαθμίζουμε μα στρεβλώνουμε τη σημασία και τις δυνατότητές του. Ο λόγος δεν αποκτά φυσικότητα μέσω της ανάσας, διαθέτει φυσικότητα όχι επειδή η ανάσα είναι βαθμός της αναγκαίας σωματικής λειτουργίας μα επειδή ο λόγος υπερβαίνει κάθε σωματική λειτουργία. Μπορεί κανείς να μη σκέφτεται, να μην εκφέρει και να μη δημιουργεί μολονότι η ανάσα του είναι εκεί. Η ανάσα δεν συμπίπτει με την ποίηση όσο η ποίηση συμπίπτει με το πνεύμα. Η ποίηση λοιπόν καθιστά την ανάσα υψηλότερο συστατικό και της προσδίδει υψηλότερο νόημα καθώς την εμπλέκει, όχι μόνο στη δυνατότητα δημιουργίας μα στην καθαυτό δημιουργία. Η ποίηση στηρίζεται στην ανάσα μόνο κατά το πως η ανάσα στηρίζεται στο σώμα και το σώμα στηρίζεται στη ζωή και η ζωή με τη σειρά της στηρίζεται στην ύπαρξη, συνεπώς η ποίηση στηρίζεται, υπό την έννοια της οργανικής στελέχωσης, στην ύπαρξη. Στηρίζεται, ούτε ή άλλως, στην ύπαρξη επειδή δεν είναι έκφραση μα δημιουργία.
Το νόημα λοιπόν δεν βρίσκεται απλά στο πως το φίδι τρώει αιωνίως την ουρά του μα κυρίως στο πως το φίδι είναι ατελές σε μια εξίσου ατελή αιωνιότητα. Η ποίηση περιέχεται στα όριά της, δηλαδή στο πνεύμα, στην αέναη διεύρυνση αυτών των ορίων.
γ. λ.
Μετς 2004