Αρχική σελίδα Εργογραφία Βιογραφικό Μεταφράσεις En/Fr/It/Es

25/04/2013

Γιάννης Λειβαδάς: Λόγια για την «Aγρύπνια των Φίννεγκαν» (Κάκτος 2013).

http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=350



Ένα πρόχειρο σημείωμα:
Ενημερώθηκα για την ελληνική μετάφραση του έργου πολύ καθυστερημένα, φταίει που βρίσκομαι εκτός κοιλίας, δηλαδή εκτός πατρίδας, και τα νέα τα μαθαίνω σχεδόν πάντα καθυστερημένα.
Οπωσδήποτε δεν πρόκειται για ένα «σκοτεινό» και «άσεμνο» βιβλίο (ο ίδιος ο Τζόις εξάλλου το είχε αρνηθεί σαφέστατα σε μία από τις επιστολές του), όπως μεταξύ άλλων σχολιάζεται στο κείμενο παρουσίασης της έκδοσης, αλλά μάλλον για μία τερατώδη παράσταση ημίφωτος το οποίο οδηγεί εν τέλει στο γνώριμο, ημίμετρο, καθημερινό φως.
Το ζήτημα του βιβλίου, γιατί σκοπός δεν υπάρχει, είναι ίσως η, έστω πρόσκαιρη, αναστολή της λειτουργίας του πρακτικού και διανοητικού κόσμου όπως τον γνωρίζουμε, και ίσως για κανέναν άλλον λόγο πέραν απ’ αυτόν της πρόκλησης. Ο Τζόις δεν αντιτίθεται σε τίποτα, αντιθέτως, παράγει ένα, εμφανώς πλεονάζον, Τίποτα, το οποίο καταφέρνει με μια μικρή διάρκεια να επιβληθεί ως εναλλακτική προβολή στα ήδη υφιστάμενα.
Εκείνη η εμμονή, δε, ορισμένων «κριτικών»(;) σχετικά με την τεχνική της ροής της συνείδησης στο έργο του Τζέιμς Τζέιμς, ειδικά στον «Οδυσσέα» και στο «Η αγρύπνια των Φίνεγκαν» αγγίζει τα όρια της ακρισίας. Ασφαλώς και τα δύο βιβλία περιέχουν αρκετά στάδια τα οποία είναι γραμμένα με την λεγόμενη τεχνική της ροής της συνείδησης, μα και δύο βιβλία περιέχουν σαφώς περισσότερα "στέρεα", αν και ανομοιογενή,  υλικά.
Όσον αφορά την εν λόγω τεχνική, ο Τζόις δεν ήταν ποτέ ένας Édouard Dujardin, μία Dorothy Richardson, ένας Julio Cortázar, ή ένας Jack Kerouac.
Δεν συμβαίνει βεβαίως για πρώτη φορά, αλλά αναρωτιέται κανείς πώς δύναται να ολοκληρωθεί η ανάγνωση του συγκεκριμένου έργου (αλλά ΚΥΡΙΩΣ του «Οδυσσέα») χωρίς τον μοχλό της αναίρεσης του καθολικού χρόνου μέσω ενός χρόνου δεύτερου, ο οποίος μάλιστα, εν τέλει, τον εκτελεί με τα μέσα που του προσφέρει η αδυνατότητά του πρώτου να σημαίνει κάτι. Και αυτό δεν σχετίζεται με οιονδήποτε τρόπο με την τεχνική της ροής της συνείδησης.
Η «Αγρύπνια των Φίνεγκαν» δεν μπορεί να «εκπηγάζει από την άβυσσο της ψυχής και τη λαγνεία της σάρκας», ούτε και να «σπάει τον οχετό του ασυνείδητου και (να) τον διοχετεύει στο συνειδητό», όχι μόνο διότι δεν πρόκειται για ένα ντελίριο ψυχολογικού ή ψυχιατρικού είδους, αλλά για λογοτεχνία. Παρόλα αυτά ολίγος Κάρολος Γιουνγκ θα ήταν παραπάνω από αρκετός για να συνηγορήσει καταλυτικά επ’ αυτού, διότι μάλλον πρόκειται για σκόπιμο σαμποτάζ τόσο του συνειδητού, όσο και του ασυνείδητου, ώστε η εμπλοκή τους να καταρρεύσει, όπως καταρρέουν τα πάντα: εντός της συνθήκης του ανθρωπίνου ελαχίστου.
Με λίγα λόγια, η προσέγγιση ενός λογοτεχνικού έργου, και μάλιστα τέτοιας ολκής, με τέτοια κρίση και ανάλογα μέσα, δεν μπορεί να έχει ελπίδα. Το έργο, το όποιο λογοτεχνικό έργο, μπορεί να εμπεριέχει, να πραγματεύεται, ακόμη και να διυλίζει, αιτήματα και ιδέες που μπορεί κάποια τους πλευρά να άπτεται συμπεριφορικών, ιστορικών, κοινωνικών, ηθικών ή επιστημονικών  ζητημάτων ή αρχών. Όλα αυτά αποτελούν, πολύ συχνά πια, το λίπασμα της θρέψης του κειμένου ώστε να αποκτήσει ικανοποιητικό παράστημα, το απαιτούμενο μέγεθος ή ύψος. Αυτά συμβαίνουν εντός λογοτεχνίας, η κρίση της λογοτεχνίας όμως με βάση ορισμένα από τα υλικά της δημιουργίας ενός βιβλίου, δεν μπορεί παρά να αστοχεί, σε μεγάλο βαθμό (γιατί ούτως ή άλλως όλες οι κριτικές στην πραγματικότητα αστοχούν). Η μεταφραστική όσο και η κριτική προσέγγιση οφείλει να είναι, πάντοτε, βασισμένη στην οργανική (ή ανόργανη) φύση της συγγραφής και όχι στα εν μέρει χαρακτηριστικά που συναρμόζουν ή συντελούν, έως κάποιον βαθμό, στην δημιουργία ενός βιβλίου. Εν ολίγοις, μπορεί κανείς, και πρέπει, να παρατηρήσει τα λογοτεχνικά ιχνοστοιχεία, μα το σημαντικότερο όλων είναι να αναγνωρίσει την φύση και το είδος του κειμένου, ή όπως συνηθίζουμε να λέμε, το «λογοτεχνικό είδος». Προσωπικά, αν με ρωτούσε κάποιος, θα του απαντούσα πως πρόκειται για το είδος «Τζέιμς Τζόις» και αυτήν την απάντηση θα την θεωρούσα παραπάνω από ικανοποιητική. Το ίδιο το βιβλίο; θα έλεγα πως πρόκειται για μία αυθεντική τραγωδία, τόσο με όσο και δίχως την αρχαιοελληνική έννοια. Δεν έχει όμως σημασία τι λέει ο κάθε ένας, έτσι δεν είναι;
Κλείνοντας, ακριβώς με τον τρόπο της επαναφοράς του φωτός μέσα στο βιβλίο, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι κάθε προσπάθεια που μπορεί να γίνει, από οποιονδήποτε, να «καταστεί το κατά τα άλλα ‘ανεννόητο’ αυτό έργο όσο το δυνατόν περισσότερο κατανοητό», δεν αντίκειται μόνο στη φύση και στην ιδέα του εν λόγω βιβλίου, αλλά στη φύση και στην ιδέα της τέχνης της πεζογραφίας.

Παρίσι 25/04/2013

Αρχειοθήκη ιστολογίου